σταχυητόμος: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στᾰχυητόμος''': -ον, ὁ κόπτων στάχυας σίτου, θερίζων, [[ὅπλον]] Ἀνθ. Π. 6. 95. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 319.
|lstext='''στᾰχυητόμος''': -ον, ὁ κόπτων στάχυας σίτου, θερίζων, [[ὅπλον]] Ἀνθ. Π. 6. 95. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 319.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui coupe des épis.<br />'''Étymologie:''' [[στάχυς]], [[τέμνω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠητόμος Medium diacritics: σταχυητόμος Low diacritics: σταχυητόμος Capitals: ΣΤΑΧΥΗΤΟΜΟΣ
Transliteration A: stachyētómos Transliteration B: stachyētomos Transliteration C: stachyitomos Beta Code: staxuhto/mos

English (LSJ)

ον,

   A cutting ears of corn, reaping, ὅπλον AP6.95 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 931] Aehren schneidend, ὅπλον, heißt die Sichel, Antiphil. 4 (VI, 95).

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυητόμος: -ον, ὁ κόπτων στάχυας σίτου, θερίζων, ὅπλον Ἀνθ. Π. 6. 95. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 319.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe des épis.
Étymologie: στάχυς, τέμνω.