στερεότης: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στερεότης''': -ητος, ἡ, δυσκαμψία, [[σκληρότης]], [[σταθερότης]], Πλάτ. Τίμ. 74Ε, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 5. | |lstext='''στερεότης''': -ητος, ἡ, δυσκαμψία, [[σκληρότης]], [[σταθερότης]], Πλάτ. Τίμ. 74Ε, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />solidité, fermeté.<br />'''Étymologie:''' [[στερεός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A hardness, firmness, solidity, Pl.Ti.74e, Arist. PA664b2; of atoms, Epicur.Ep.1p.8U.: metaph. of persons, σ. καὶ καρτερία Cat.Cod.Astr.5(3).84.
German (Pape)
[Seite 937] ητος, ἡ, Starrheit, Härte; Plat. Tim. 74 e; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στερεότης: -ητος, ἡ, δυσκαμψία, σκληρότης, σταθερότης, Πλάτ. Τίμ. 74Ε, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 5.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
solidité, fermeté.
Étymologie: στερεός.