συμπρεσβύτερος: Difference between revisions

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπρεσβύτερος''': [ῠ], ὁ, ὁ καὶ πρεσβύτερος ὤν, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. ε΄, 1, Κυπριαν. Ἐπιστ. 5, 4, Εὐσ. ΙΙ, 465, κτλ.
|lstext='''συμπρεσβύτερος''': [ῠ], ὁ, ὁ καὶ πρεσβύτερος ὤν, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. ε΄, 1, Κυπριαν. Ἐπιστ. 5, 4, Εὐσ. ΙΙ, 465, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui est prêtre avec un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πρεσβύτερος]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρεσβύτερος Medium diacritics: συμπρεσβύτερος Low diacritics: συμπρεσβύτερος Capitals: ΣΥΜΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
Transliteration A: sympresbýteros Transliteration B: sympresbyteros Transliteration C: sympresvyteros Beta Code: sumpresbu/teros

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A fellow-presbyter, 1 Ep.Pet.5.1, Supp.Epigr. 6.347 (Lycaonia).

German (Pape)

[Seite 990] ὁ, der Mitpresbyter, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρεσβύτερος: [ῠ], ὁ, ὁ καὶ πρεσβύτερος ὤν, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. ε΄, 1, Κυπριαν. Ἐπιστ. 5, 4, Εὐσ. ΙΙ, 465, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui est prêtre avec un autre.
Étymologie: σύν, πρεσβύτερος.