συγκινέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκῑνέω''': κινῶ [[ὁμοῦ]], συγκινῶ ἢ [[συνταράσσω]], Πολυβ. 15. 17, 1, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 12. ― Παθ., κινοῦμαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Τοπ. 2. 7, 5, Προβλ. 18. 42, 4, κτλ.· σ. κινήσεις ἀνελευθέρους Πλούτ. 2. 704D. ― τὸ συγκεκινημένον, ἡ [[συγκίνησις]], Λογγῖν. 15· συγκεκ. λόγοι ὁ αὐτ. 29. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., Ἀριστ. Προβλ. 27. 11, 2.
|lstext='''συγκῑνέω''': κινῶ [[ὁμοῦ]], συγκινῶ ἢ [[συνταράσσω]], Πολυβ. 15. 17, 1, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 12. ― Παθ., κινοῦμαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Τοπ. 2. 7, 5, Προβλ. 18. 42, 4, κτλ.· σ. κινήσεις ἀνελευθέρους Πλούτ. 2. 704D. ― τὸ συγκεκινημένον, ἡ [[συγκίνησις]], Λογγῖν. 15· συγκεκ. λόγοι ὁ αὐτ. 29. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., Ἀριστ. Προβλ. 27. 11, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />mouvoir ensemble ; <i>Pass.</i> se mouvoir avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κινέω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῑνέω Medium diacritics: συγκινέω Low diacritics: συγκινέω Capitals: ΣΥΓΚΙΝΕΩ
Transliteration A: synkinéō Transliteration B: synkineō Transliteration C: sygkineo Beta Code: sugkine/w

English (LSJ)

   A stir up or excite, Plb.15.17.1, Act.Ap.6.12; stir up a mixture, Gal.13.1041:—Pass., move along with or together, Arist.Top. 113a30, Pr.921b28, Gal.16.520, etc.; σ. κινήσεις ἀνελευθέρους Plu.2.704d; τὸ συγκεκινημένον sympathetic emotion, Longin.15.2; συγκεκ. λόγοι Id.29.2.    II apparently intr., Arist.Pr.949a19 (dub.l.).

German (Pape)

[Seite 967] mit bewegen; Pol. 15, 17, 1; Luc. pro merc. cond. 5 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκῑνέω: κινῶ ὁμοῦ, συγκινῶ ἢ συνταράσσω, Πολυβ. 15. 17, 1, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 12. ― Παθ., κινοῦμαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Ἀριστ. Τοπ. 2. 7, 5, Προβλ. 18. 42, 4, κτλ.· σ. κινήσεις ἀνελευθέρους Πλούτ. 2. 704D. ― τὸ συγκεκινημένον, ἡ συγκίνησις, Λογγῖν. 15· συγκεκ. λόγοι ὁ αὐτ. 29. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., Ἀριστ. Προβλ. 27. 11, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mouvoir ensemble ; Pass. se mouvoir avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, κινέω.