συγκατεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκατεργάζομαι''': μέλλ. -άσομαι· παθητ. πρκμ. -είργασμαι· ἀποθ. Βοηθῶ τινα εἰς ἐπιτέλεσιν ἔργου, συνεργῶ, σ. τινι τὴν βασιληίην Ἡρόδ. 1. 162, Εὐρ. Ὀρ. 33· τὸ πᾶν ξ. Θουκ. 1. 132· [[μετὰ]] μόνης δοτικ., εἶμαι [[χρήσιμος]] εἴς τινα, βοηθῶ τινα, ἐπικουρῶ, Ἡρόδ. 2. 154., 8. 142, κτλ. 2) βοηθῶ εἰς τὴν καθυπόταξιν χώρας, Πλουτ. Πύρρ. 18. 3) [[φονεύω]] [[ὁμοῦ]] ἢ μετά τινος, βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς τὸν φόνον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1024.
|lstext='''συγκατεργάζομαι''': μέλλ. -άσομαι· παθητ. πρκμ. -είργασμαι· ἀποθ. Βοηθῶ τινα εἰς ἐπιτέλεσιν ἔργου, συνεργῶ, σ. τινι τὴν βασιληίην Ἡρόδ. 1. 162, Εὐρ. Ὀρ. 33· τὸ πᾶν ξ. Θουκ. 1. 132· [[μετὰ]] μόνης δοτικ., εἶμαι [[χρήσιμος]] εἴς τινα, βοηθῶ τινα, ἐπικουρῶ, Ἡρόδ. 2. 154., 8. 142, κτλ. 2) βοηθῶ εἰς τὴν καθυπόταξιν χώρας, Πλουτ. Πύρρ. 18. 3) [[φονεύω]] [[ὁμοῦ]] ἢ μετά τινος, βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς τὸν φόνον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1024.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> aider : τινι qqn ; [[τι]] en qch ; τινί [[τι]] qqn à faire qch;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> aider à conquérir un pays.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατεργάζομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατεργάζομαι Medium diacritics: συγκατεργάζομαι Low diacritics: συγκατεργάζομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synkatergázomai Transliteration B: synkatergazomai Transliteration C: sygkatergazomai Beta Code: sugkaterga/zomai

English (LSJ)

   A help or assist any one in achieving, τῷ Κύρῳ τὴν βασιληΐην Hdt.1.162, cf. E.Or.33; τὸ πᾶν ξ. Th.1.132: c. dat. only, aid, assist, Hdt.2.154, 8.142.    2 help to conquer a country, Plu.Pyrrh.18.    3 join in murdering, E.HF1024 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 966] mit, zugleich, zusammen vollbringen, ὃς ἡμῖν συγκατείργασται τάδε, Eur. Or. 33; to, τινί τι, z. V. τὲν βασιληΐην, Her. 1, 162. 2, 154; συγκατείργασμαι ὑμῖν τὰ κάλλιστα τῶν ἔργων, Pol. 22, 4, 4; beistehen, τινί, Her. 8, 142; Thuc. 1, 132; Xen. An. 7, 7, 25 u. Sp., wie Cass. 57, 19; zugleich mit umbringen, tödten, τέκνα λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ, Eur. Herc. fur. 1024.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατεργάζομαι: μέλλ. -άσομαι· παθητ. πρκμ. -είργασμαι· ἀποθ. Βοηθῶ τινα εἰς ἐπιτέλεσιν ἔργου, συνεργῶ, σ. τινι τὴν βασιληίην Ἡρόδ. 1. 162, Εὐρ. Ὀρ. 33· τὸ πᾶν ξ. Θουκ. 1. 132· μετὰ μόνης δοτικ., εἶμαι χρήσιμος εἴς τινα, βοηθῶ τινα, ἐπικουρῶ, Ἡρόδ. 2. 154., 8. 142, κτλ. 2) βοηθῶ εἰς τὴν καθυπόταξιν χώρας, Πλουτ. Πύρρ. 18. 3) φονεύω ὁμοῦ ἢ μετά τινος, βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς τὸν φόνον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1024.

French (Bailly abrégé)

1 aider : τινι qqn ; τι en qch ; τινί τι qqn à faire qch;
2 particul. aider à conquérir un pays.
Étymologie: σύν, κατεργάζομαι.