ὑπεραής: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερᾱής''': -ές, γεν. έος, ([[ἄημι]]) ὁ πνέως ἰσχυρῶς, [[ἄελλα]] Ἰλ. Λ. 297. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεραεῖ· ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν».
|lstext='''ὑπερᾱής''': -ές, γεν. έος, ([[ἄημι]]) ὁ πνέως ἰσχυρῶς, [[ἄελλα]] Ἰλ. Λ. 297. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεραεῖ· ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui souffle avec violence.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄημι]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερᾱής Medium diacritics: ὑπεραής Low diacritics: υπεραής Capitals: ΥΠΕΡΑΗΣ
Transliteration A: hyperaḗs Transliteration B: hyperaēs Transliteration C: yperais Beta Code: u(perah/s

English (LSJ)

ές, gen. έος, (ἄημι)

   A blowing hard, ἄελλα Il.11.297.

German (Pape)

[Seite 1190] ές, gen. έος, von oben herab od. überaus stark wehend, ἄελλα Il. 11, 297.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερᾱής: -ές, γεν. έος, (ἄημι) ὁ πνέως ἰσχυρῶς, ἄελλα Ἰλ. Λ. 297. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεραεῖ· ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui souffle avec violence.
Étymologie: ὑπέρ, ἄημι.