χαλκότορος: Difference between revisions
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
(6_16) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκότορος''': -ον, εἰργασμένος ἐκ χαλκοῦ, ἢ ὁ τῷ χαλκῷ τιτρώσκων, χαλκοτόροις ξίφεσιν, «τοῖς τῷ χαλκῷ τιτρώσκουσιν» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 261. 2) ὁ προξενηθεὶς ἐκ διατρήσεως διὰ χαλκοῦ, [[ἤτοι]] διὰ χαλκίνου ὅπλου, ὠτειλαὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 329, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει χαλκοτρύπητοι, πρβλ. [[χαλκοτύπος]]. | |lstext='''χαλκότορος''': -ον, εἰργασμένος ἐκ χαλκοῦ, ἢ ὁ τῷ χαλκῷ τιτρώσκων, χαλκοτόροις ξίφεσιν, «τοῖς τῷ χαλκῷ τιτρώσκουσιν» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 261. 2) ὁ προξενηθεὶς ἐκ διατρήσεως διὰ χαλκοῦ, [[ἤτοι]] διὰ χαλκίνου ὅπλου, ὠτειλαὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 329, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει χαλκοτρύπητοι, πρβλ. [[χαλκοτύπος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> fabriqué en airain;<br /><b>2</b> fait par une arme d’airain <i>en parl. d’une blessure</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[τείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A of piercing, sharp bronze, ξίφη Pi.P.4.147. 2 caused by piercing with bronze, ὠτειλαί Opp.H.5.329 (expld. by χαλκο-τρύπητοι Sch.).
German (Pape)
[Seite 1332] aus Erz od. Kupfer gearbeitet, ξίφος Pind. P. 4, 147. – Durch Erz gebohrt, geschlagen, ὠτειλαί Opp. Cyn. 5, 329.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκότορος: -ον, εἰργασμένος ἐκ χαλκοῦ, ἢ ὁ τῷ χαλκῷ τιτρώσκων, χαλκοτόροις ξίφεσιν, «τοῖς τῷ χαλκῷ τιτρώσκουσιν» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 261. 2) ὁ προξενηθεὶς ἐκ διατρήσεως διὰ χαλκοῦ, ἤτοι διὰ χαλκίνου ὅπλου, ὠτειλαὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 329, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει χαλκοτρύπητοι, πρβλ. χαλκοτύπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fabriqué en airain;
2 fait par une arme d’airain en parl. d’une blessure.
Étymologie: χαλκός, τείρω.