ταλανίζω: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰλᾰνίζω''': ἄθλιον ἀποκαλῶ, ἐπιφωνῶ ὦ τάλαν ὡς τὸ [[σχετλιάζω]], ἐπιφωνῶ ὦ σχέτλιε, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μακαρίζω]], «ὅρα [[μήποτε]]... μακαρίσῃς μὲν ἐκεῖνον, ταλανίσῃς δὲ σεαυτὸν» Παράφρ. Ἐγχειριδίου Ἐπικτήτου 26, Αἰσώπ. Μῦθ. 58· [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. καὶ Βυζ., παρ’ οἷς ὑπάρχει καὶ οὐσιαστ. -ισμός, καὶ ἐπίρρ. -ιστικῶς. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 270.
|lstext='''τᾰλᾰνίζω''': ἄθλιον ἀποκαλῶ, ἐπιφωνῶ ὦ τάλαν ὡς τὸ [[σχετλιάζω]], ἐπιφωνῶ ὦ σχέτλιε, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μακαρίζω]], «ὅρα [[μήποτε]]... μακαρίσῃς μὲν ἐκεῖνον, ταλανίσῃς δὲ σεαυτὸν» Παράφρ. Ἐγχειριδίου Ἐπικτήτου 26, Αἰσώπ. Μῦθ. 58· [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. καὶ Βυζ., παρ’ οἷς ὑπάρχει καὶ οὐσιαστ. -ισμός, καὶ ἐπίρρ. -ιστικῶς. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 270.
}}
{{bailly
|btext=appeler malheureux <i>ou</i> regarder comme malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[τάλας]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰνίζω Medium diacritics: ταλανίζω Low diacritics: ταλανίζω Capitals: ΤΑΛΑΝΙΖΩ
Transliteration A: talanízō Transliteration B: talanizō Transliteration C: talanizo Beta Code: talani/zw

English (LSJ)

   A call or deem one unhappy, Aesop.113,328, Jo Sic. in Rh.6.451 W.:—Pass., Ptol.Tetr.208, Heliod. in EN19.18:—hence τᾰλᾰν-ισμός, ὁ, Jo.Sic. l.c.

German (Pape)

[Seite 1064] sich unglücklich achten, nennen, dah. übh. klagen, jammern, Aesop. Dind.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰνίζω: ἄθλιον ἀποκαλῶ, ἐπιφωνῶ ὦ τάλαν ὡς τὸ σχετλιάζω, ἐπιφωνῶ ὦ σχέτλιε, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μακαρίζω, «ὅρα μήποτε... μακαρίσῃς μὲν ἐκεῖνον, ταλανίσῃς δὲ σεαυτὸν» Παράφρ. Ἐγχειριδίου Ἐπικτήτου 26, Αἰσώπ. Μῦθ. 58· συχν. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. καὶ Βυζ., παρ’ οἷς ὑπάρχει καὶ οὐσιαστ. -ισμός, καὶ ἐπίρρ. -ιστικῶς. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 270.

French (Bailly abrégé)

appeler malheureux ou regarder comme malheureux.
Étymologie: τάλας.