φυγαδοθήρας: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῠγᾰδοθήρας''': -ου, ὁ, ὁ θηρεύων ἢ καταδιώκων τοὺς φυγάδας ἢ τοὺς ἐξορίστους, Πολύβ. 9. 29, 3 ([[ἔνθα]] ἡ αἰτ. πληθ. πρέπει νὰ γράφηται -θήρας, οὐχὶ -θῆρας). Πλουτ. Δημοσθ. 28, κλπ. | |lstext='''φῠγᾰδοθήρας''': -ου, ὁ, ὁ θηρεύων ἢ καταδιώκων τοὺς φυγάδας ἢ τοὺς ἐξορίστους, Πολύβ. 9. 29, 3 ([[ἔνθα]] ἡ αἰτ. πληθ. πρέπει νὰ γράφηται -θήρας, οὐχὶ -θῆρας). Πλουτ. Δημοσθ. 28, κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui traque <i>ou</i> poursuit les exilés les fuyards.<br />'''Étymologie:''' [[φυγάς]], [[θηράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who hunts after runaways or exiles, Plb.9.29.3, Plu.Dem.28, Procl. in Cra.p.40P.
German (Pape)
[Seite 1311] ὁ, der auf Flüchtlinge, Verbannte Jagd macht, sie ausspäht; Polyb. 9, 29, 3; Plut. Dem. 28, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγᾰδοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων ἢ καταδιώκων τοὺς φυγάδας ἢ τοὺς ἐξορίστους, Πολύβ. 9. 29, 3 (ἔνθα ἡ αἰτ. πληθ. πρέπει νὰ γράφηται -θήρας, οὐχὶ -θῆρας). Πλουτ. Δημοσθ. 28, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui traque ou poursuit les exilés les fuyards.
Étymologie: φυγάς, θηράω.