φυγαδοθήρας

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγᾰδοθήρας Medium diacritics: φυγαδοθήρας Low diacritics: φυγαδοθήρας Capitals: ΦΥΓΑΔΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: phygadothḗras Transliteration B: phygadothēras Transliteration C: fygadothiras Beta Code: fugadoqh/ras

English (LSJ)

-ου, ὁ, one who hunts after runaways or exiles, Plb.9.29.3, Plu.Dem.28, Procl. in Cra.p.40P.

German (Pape)

[Seite 1311] ὁ, der auf Flüchtlinge, Verbannte Jagd macht, sie ausspäht; Polyb. 9, 29, 3; Plut. Dem. 28, öfter.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui traque ou poursuit les exilés les fuyards.
Étymologie: φυγάς, θηράω.

Russian (Dvoretsky)

φῠγᾰδοθήρας: ου ὁ занимающийся поимкой изгнанников или беглецов Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγᾰδοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων ἢ καταδιώκων τοὺς φυγάδας ἢ τοὺς ἐξορίστους, Πολύβ. 9. 29, 3 (ἔνθα ἡ αἰτ. πληθ. πρέπει νὰ γράφηται -θήρας, οὐχὶ -θῆρας). Πλουτ. Δημοσθ. 28, κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που καταδιώκει φυγάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγάς, -άδος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ὀρνιθοθήρας].

Greek Monotonic

φῠγᾰδοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που κυνηγά τους δραπέτες ή τους εξόριστους, σε Πλούτ.