ὑστερόπους: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθήςχρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug

Source
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑστερόπους''': ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, ὁ ἐρχόμενος [[ὕστερον]], ἀργά, ὑστ. βοηθῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 326· ὑστ. Νέμεσις Ἀνθ. Παλατ. 12. 229· Ἐρινὺς Ὀρφ. Ἀργον. 1162 (1169).
|lstext='''ὑστερόπους''': ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, ὁ ἐρχόμενος [[ὕστερον]], ἀργά, ὑστ. βοηθῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 326· ὑστ. Νέμεσις Ἀνθ. Παλατ. 12. 229· Ἐρινὺς Ὀρφ. Ἀργον. 1162 (1169).
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />au pied tardif, lent.<br />'''Étymologie:''' [[ὕστερος]], [[πούς]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστερόπους Medium diacritics: ὑστερόπους Low diacritics: υστερόπους Capitals: ΥΣΤΕΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: hysterópous Transliteration B: hysteropous Transliteration C: ysteropous Beta Code: u(stero/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος,

   A coming late, ὑ. βοηθῶ Ar.Lys.326 (lyr.); ὑ. Νέμεσις AP12.229 (Strat.); Ἐρινύς Orph.A.1164.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστερόπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, ὁ ἐρχόμενος ὕστερον, ἀργά, ὑστ. βοηθῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 326· ὑστ. Νέμεσις Ἀνθ. Παλατ. 12. 229· Ἐρινὺς Ὀρφ. Ἀργον. 1162 (1169).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όποδος
au pied tardif, lent.
Étymologie: ὕστερος, πούς.