σκάνδιξ: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκάνδιξ''': -ῑκος, ἡ, (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.), [[εἶδος]] λαχάνου (τὸ Chaerophyllum), [[ὅπερ]] ἐτρώγετο παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 478, Ἀνδοκ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 8, 1 πρβλ. [[σκανδικοπώλης]], Ἡσύχ.
|lstext='''σκάνδιξ''': -ῑκος, ἡ, (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.), [[εἶδος]] λαχάνου (τὸ Chaerophyllum), [[ὅπερ]] ἐτρώγετο παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 478, Ἀνδοκ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 8, 1 πρβλ. [[σκανδικοπώλης]], Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ικος (ὁ) :<br />cerfeuil, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάνδιξ Medium diacritics: σκάνδιξ Low diacritics: σκάνδιξ Capitals: ΣΚΑΝΔΙΞ
Transliteration A: skándix Transliteration B: skandix Transliteration C: skandiks Beta Code: ska/ndic

English (LSJ)

ῑκος, ἡ (Sch.Ar., v. infr.),

   A wild chervil, Scandis Pecten-Veneris, Ar.Ach.478, And.Fr.4, Thphr.HP7.7.1, 7.8.1, Dsc.2.138.

German (Pape)

[Seite 889] ικος, ὁ, Kerbel, lat. scandix; Ar. Ach. 454; Theophr.; Luc. Lex. 2 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

σκάνδιξ: -ῑκος, ἡ, (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.), εἶδος λαχάνου (τὸ Chaerophyllum), ὅπερ ἐτρώγετο παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 478, Ἀνδοκ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 8, 1 πρβλ. σκανδικοπώλης, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ) :
cerfeuil, plante.
Étymologie: DELG étym. inconnue.