σκανδικοπώλης
From LSJ
English (LSJ)
σκανδικοπώλου, ὁ, dealer in wild chervil, as Ar.called Euripides, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 889] ὁ, Kerbelhändler, so nannte Ar. den Euripides, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σκανδῑκοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἄγρια λάχανα, ὡς ὁ Ἀριστοφ. καλεῖ τὸν Εὐριπίδην, Φώτ., Ἡσύχ., πρβλ. Ἀθήν. 478 κἑξ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πωλητής αγριολάχανων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδιξ, -ικος + -πώλης].