σκανδικοπώλης

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκανδῑκοπώλης Medium diacritics: σκανδικοπώλης Low diacritics: σκανδικοπώλης Capitals: ΣΚΑΝΔΙΚΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: skandikopṓlēs Transliteration B: skandikopōlēs Transliteration C: skandikopolis Beta Code: skandikopw/lhs

English (LSJ)

σκανδικοπώλου, ὁ, dealer in wild chervil, as Ar.called Euripides, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 889] ὁ, Kerbelhändler, so nannte Ar. den Euripides, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σκανδῑκοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἄγρια λάχανα, ὡς ὁ Ἀριστοφ. καλεῖ τὸν Εὐριπίδην, Φώτ., Ἡσύχ., πρβλ. Ἀθήν. 478 κἑξ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πωλητής αγριολάχανων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδιξ, -ικος + -πώλης].