συστασιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συστᾰσιάζω''': ἀπὸ κοινοῦ μετά τίνος [[στασιάζω]], ἐπαναστατῶ, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς στάσιν ἢ ἐπανάστασιν. Θουκ. 4. 86, Λυσί. 184. 12, κτλ.· τινί, μετά τινος, Ἰουλιαν. 437Β. ΙΙ. μεταβατ., κινῶ [[ὁμοῦ]] εἰς ἐπανάστασιν, [[συνδέω]] τινὰς [[ὁμοῦ]] πρὸς ἐπαναστατικοὺς σκοπούς, τινὰς Δίων Κ. 35. 14.
|lstext='''συστᾰσιάζω''': ἀπὸ κοινοῦ μετά τίνος [[στασιάζω]], ἐπαναστατῶ, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς στάσιν ἢ ἐπανάστασιν. Θουκ. 4. 86, Λυσί. 184. 12, κτλ.· τινί, μετά τινος, Ἰουλιαν. 437Β. ΙΙ. μεταβατ., κινῶ [[ὁμοῦ]] εἰς ἐπανάστασιν, [[συνδέω]] τινὰς [[ὁμοῦ]] πρὸς ἐπαναστατικοὺς σκοπούς, τινὰς Δίων Κ. 35. 14.
}}
{{bailly
|btext=participer à un soulèvement ; être du même parti.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[στασιάζω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστᾰσιάζω Medium diacritics: συστασιάζω Low diacritics: συστασιάζω Capitals: ΣΥΣΤΑΣΙΑΖΩ
Transliteration A: systasiázō Transliteration B: systasiazō Transliteration C: systasiazo Beta Code: sustasia/zw

English (LSJ)

   A join in faction or sedition, Th.4.86, Lys.30.11, etc.; τοῖς κληρικοῖς Jul.Ep.114.    II trans., band together for seditious purposes, τινας D.C.36.16.

German (Pape)

[Seite 1044] mit, zugleich aufstehen, in Aufstand, Aufruhr sein, mit von einer Partei sein; Thuc. 4, 86; Plut. C. Graech. 13.

Greek (Liddell-Scott)

συστᾰσιάζω: ἀπὸ κοινοῦ μετά τίνος στασιάζω, ἐπαναστατῶ, λαμβάνω μέρος εἰς στάσιν ἢ ἐπανάστασιν. Θουκ. 4. 86, Λυσί. 184. 12, κτλ.· τινί, μετά τινος, Ἰουλιαν. 437Β. ΙΙ. μεταβατ., κινῶ ὁμοῦ εἰς ἐπανάστασιν, συνδέω τινὰς ὁμοῦ πρὸς ἐπαναστατικοὺς σκοπούς, τινὰς Δίων Κ. 35. 14.

French (Bailly abrégé)

participer à un soulèvement ; être du même parti.
Étymologie: σύν, στασιάζω.