τετρήρης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρήρης''': (ἐξυπακ. ([[ναῦς]]), ἡ, ἔχουσα τέσσαρας σειρὰς κωπῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 558, Πολύβ. 1. 47, 5· αἰτ. τετρήρην Ἐπιγραφ. Ἀττικ. ἐν τῷ Βöckh’s Seewesen σ. 423, 496· ἀλλὰ -ήρη [[αὐτόθι]] 471, Πολύβ. 1. 47, 7· - [[ἐντεῦθεν]] τετρηρικὸν [[πλοῖον]] = [[τετρήρης]], ὁ αὐτ. 2. 10, 5· καὶ τετρηριτικός, Böckh ὡς ἀνωτ. 487.
|lstext='''τετρήρης''': (ἐξυπακ. ([[ναῦς]]), ἡ, ἔχουσα τέσσαρας σειρὰς κωπῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 558, Πολύβ. 1. 47, 5· αἰτ. τετρήρην Ἐπιγραφ. Ἀττικ. ἐν τῷ Βöckh’s Seewesen σ. 423, 496· ἀλλὰ -ήρη [[αὐτόθι]] 471, Πολύβ. 1. 47, 7· - [[ἐντεῦθεν]] τετρηρικὸν [[πλοῖον]] = [[τετρήρης]], ὁ αὐτ. 2. 10, 5· καὶ τετρηριτικός, Böckh ὡς ἀνωτ. 487.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />à quatre rangs de rames.<br />'''Étymologie:''' [[τέτταρες]], ἄρω.
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρήρης Medium diacritics: τετρήρης Low diacritics: τετρήρης Capitals: ΤΕΤΡΗΡΗΣ
Transliteration A: tetrḗrēs Transliteration B: tetrērēs Transliteration C: tetriris Beta Code: tetrh/rhs

English (LSJ)

(sc. ναῦς) ἡ,

   A quadrireme, Arist.Fr.600, Plb.1.47.5 (a model of one, Inscr.Délos 1432 Ab ii 55 (ii B.C.)); acc. τετρήρην IG22.1628.49, al.; but -ήρη ib.1629.272, Inscr.Délos l.c., Plb.1.47.7; gen. -ήρου IG22.1629.705; but -ήρους ib.628, al.; also Dor. -ήρευς Supp.Epigr.4.178.10 (Cedreae, ii B.C.):—hence τετρ-ηρικὰ πλοῖα, = τετρήρεις, Plb.2.10.5; and τετρ-ηρῑτικός, IG22.1629.685.

German (Pape)

[Seite 1100] ες, vierruderig, Pol. 1, 47, 5 u. öfter, als subst. ἡ τετρήρης, sc. ναῦς, der Vierruderer, ein Schiff mit vier Reihen von Ruderbänken.

Greek (Liddell-Scott)

τετρήρης: (ἐξυπακ. (ναῦς), ἡ, ἔχουσα τέσσαρας σειρὰς κωπῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 558, Πολύβ. 1. 47, 5· αἰτ. τετρήρην Ἐπιγραφ. Ἀττικ. ἐν τῷ Βöckh’s Seewesen σ. 423, 496· ἀλλὰ -ήρη αὐτόθι 471, Πολύβ. 1. 47, 7· - ἐντεῦθεν τετρηρικὸν πλοῖον = τετρήρης, ὁ αὐτ. 2. 10, 5· καὶ τετρηριτικός, Böckh ὡς ἀνωτ. 487.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
à quatre rangs de rames.
Étymologie: τέτταρες, ἄρω.