συντριαινόω: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συντριαινόω''': [[συνταράσσω]] διὰ τριαίνης, [[φέρω]] ἄνω [[κάτω]], [[ταῦτα]] πάντα συντριαινῶν ἀπολέσω Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑλλάδι» 2· [[καθόλου]], [[συντρίβω]], [[καταστρέφω]], στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινώσω πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 946. | |lstext='''συντριαινόω''': [[συνταράσσω]] διὰ τριαίνης, [[φέρω]] ἄνω [[κάτω]], [[ταῦτα]] πάντα συντριαινῶν ἀπολέσω Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑλλάδι» 2· [[καθόλου]], [[συντρίβω]], [[καταστρέφω]], στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινώσω πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 946. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />renverser d’un coup de trident, bouleverser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τριαινόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
A shatter with a trident, Pl.Com.24: generally, shatter, στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινώσω πόλιν E.HF946.
Greek (Liddell-Scott)
συντριαινόω: συνταράσσω διὰ τριαίνης, φέρω ἄνω κάτω, ταῦτα πάντα συντριαινῶν ἀπολέσω Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑλλάδι» 2· καθόλου, συντρίβω, καταστρέφω, στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινώσω πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 946.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
renverser d’un coup de trident, bouleverser.
Étymologie: σύν, τριαινόω.