στράγξ: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στράγξ''': ἡ, γεν. [[στραγγός]], τὸ διὰ πιέσεως λαμβανόμενον, [[σταγών]], Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 4, Ἀνθ. Π. 4. 1, 38· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 131· κατὰ στράγγα ῥεῖν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 14, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 9. (Ἡ √ΣΤΡΑΓΓ, Λατ. STRING, ἔχει δύο κυρίας σημασίας, Ι. [[ἐκθλίβω]], [[ἐκπιέζω]], διὰ πιέσεως [[λαμβάνω]], ὡς ἐν τοῖς [[στράγξ]], στραγγουρία, [[στραγγίζω]], ἢ [[συστρέφω]], [[σφίγγω]], ὡς ἐν τοῖς στραγγάλη, στραγγαλίς, κτλ., καὶ μεταφορ. ἐν τοῖς στραγγεύομαι, στρεύγομαι. ΙΙ. [[σφίγγω]], [[περισφίγγω]], ὡς ἐν τοῖς Λατ. string-o, stric-tus. | |lstext='''στράγξ''': ἡ, γεν. [[στραγγός]], τὸ διὰ πιέσεως λαμβανόμενον, [[σταγών]], Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 4, Ἀνθ. Π. 4. 1, 38· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 131· κατὰ στράγγα ῥεῖν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 14, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 9. (Ἡ √ΣΤΡΑΓΓ, Λατ. STRING, ἔχει δύο κυρίας σημασίας, Ι. [[ἐκθλίβω]], [[ἐκπιέζω]], διὰ πιέσεως [[λαμβάνω]], ὡς ἐν τοῖς [[στράγξ]], στραγγουρία, [[στραγγίζω]], ἢ [[συστρέφω]], [[σφίγγω]], ὡς ἐν τοῖς στραγγάλη, στραγγαλίς, κτλ., καὶ μεταφορ. ἐν τοῖς στραγγεύομαι, στρεύγομαι. ΙΙ. [[σφίγγω]], [[περισφίγγω]], ὡς ἐν τοῖς Λατ. string-o, stric-tus. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[στραγγός]] (ἡ) :<br />goutte exprimée, goutte.<br />'''Étymologie:''' R. Στραγγ, « presser, serrer », d’où « exprimer le jus » ; cf. <i>lat.</i> stringo, strictus. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, gen. στραγγός,
A trickle, drop (ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς σχολῇ κατιὼν σταλαγμός, Sch.Ar.Nu.131), ἄσιτος ἑπτὰ μῆνας, ὕδατος στράγγ' ἔχων Men.238; μικρὰς στράγγας ἀπ' ὠκεανοῦ AP4.1.38 (Mel.); κατὰ στράγγα drop by drop, Thphr.HP9.18.9, D.H.Dem.28, Gal.16.750, UP5.16. (στρᾴγξ (στράιγξ) is a monosyll. of seven letters acc. to Trypho ap.Sch.D.T.p.346 H., but the word is στράγξ with ᾰ acc. to An.Ox.3.243.)
German (Pape)
[Seite 950] ἡ, gen. στραγγός, das Ausgedrückte, der Tropfen; Mel. 1 (VI, 1); nach Schol. Ar. Nubb. 132 ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς σχολῇ κατιὼν σταλαγμός; s. Menand. bei Phot.
Greek (Liddell-Scott)
στράγξ: ἡ, γεν. στραγγός, τὸ διὰ πιέσεως λαμβανόμενον, σταγών, Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 4, Ἀνθ. Π. 4. 1, 38· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 131· κατὰ στράγγα ῥεῖν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 14, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 9. (Ἡ √ΣΤΡΑΓΓ, Λατ. STRING, ἔχει δύο κυρίας σημασίας, Ι. ἐκθλίβω, ἐκπιέζω, διὰ πιέσεως λαμβάνω, ὡς ἐν τοῖς στράγξ, στραγγουρία, στραγγίζω, ἢ συστρέφω, σφίγγω, ὡς ἐν τοῖς στραγγάλη, στραγγαλίς, κτλ., καὶ μεταφορ. ἐν τοῖς στραγγεύομαι, στρεύγομαι. ΙΙ. σφίγγω, περισφίγγω, ὡς ἐν τοῖς Λατ. string-o, stric-tus.
French (Bailly abrégé)
στραγγός (ἡ) :
goutte exprimée, goutte.
Étymologie: R. Στραγγ, « presser, serrer », d’où « exprimer le jus » ; cf. lat. stringo, strictus.