ὑοσκύαμος: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑοσκύᾰμος''': ὁ, (ὗς) [[εἶδος]] δηλητηριώδους φυτοῦ [[ὅπερ]] ἐσθιόμενον προξενεῖ κάρωσιν καὶ μανίαν, Hyoscyamus niger, τὸν ὑοσκύαμον ὑφ’ οὗ οἱ φαγόντες παραπλῆγες γίνονται Ξεν. Οἰκ. 1, 13, Διοσκ. 4. 69., 6. 15, κλπ., Πλουτ. Δημήτρ. 20. - ὁ [[ὑοσκύαμος]] νῦν ποὺ μὲν διατηρεῖ τὸ [[ἀρχαῖον]] [[ὄνομα]], ποὺ δὲ καλεῖται «γεροῦλι», Sibthorpe.
|lstext='''ὑοσκύᾰμος''': ὁ, (ὗς) [[εἶδος]] δηλητηριώδους φυτοῦ [[ὅπερ]] ἐσθιόμενον προξενεῖ κάρωσιν καὶ μανίαν, Hyoscyamus niger, τὸν ὑοσκύαμον ὑφ’ οὗ οἱ φαγόντες παραπλῆγες γίνονται Ξεν. Οἰκ. 1, 13, Διοσκ. 4. 69., 6. 15, κλπ., Πλουτ. Δημήτρ. 20. - ὁ [[ὑοσκύαμος]] νῦν ποὺ μὲν διατηρεῖ τὸ [[ἀρχαῖον]] [[ὄνομα]], ποὺ δὲ καλεῖται «γεροῦλι», Sibthorpe.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />jusquiame <i>litt.</i> « fève de porc », <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὗς]], [[κύαμος]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑοσκῠᾰμος Medium diacritics: ὑοσκύαμος Low diacritics: υοσκύαμος Capitals: ΥΟΣΚΥΑΜΟΣ
Transliteration A: hyoskýamos Transliteration B: hyoskyamos Transliteration C: yoskyamos Beta Code: u(osku/amos

English (LSJ)

ὁ, (ὗς)

   A henbane, Hyoscyamus niger, Hp. Morb.2.43, X.Oec.1.13, Dsc.4.68, POxy.1088.39 (i A.D.), Plu.Demetr. 20, Sor.2.41, PHolm.21.12, 25.5; other varieties, ὑ. μηλινοειδής, H. aureus, ὑ. λευκός, H. albus, Dsc. l.c.: also ὑοσκύεμος, PMag.Osl. 1.327.

German (Pape)

[Seite 1179] ὁ (eigtl. Saubohne), das Bilsenkraut, dessen Genuß Schwindel und Wahnsinn erregt; Xen. Oec. 1, 13; vgl. Plut. Demetr. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ὑοσκύᾰμος: ὁ, (ὗς) εἶδος δηλητηριώδους φυτοῦ ὅπερ ἐσθιόμενον προξενεῖ κάρωσιν καὶ μανίαν, Hyoscyamus niger, τὸν ὑοσκύαμον ὑφ’ οὗ οἱ φαγόντες παραπλῆγες γίνονται Ξεν. Οἰκ. 1, 13, Διοσκ. 4. 69., 6. 15, κλπ., Πλουτ. Δημήτρ. 20. - ὁ ὑοσκύαμος νῦν ποὺ μὲν διατηρεῖ τὸ ἀρχαῖον ὄνομα, ποὺ δὲ καλεῖται «γεροῦλι», Sibthorpe.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
jusquiame litt. « fève de porc », plante.
Étymologie: ὗς, κύαμος.