τυραννοκτόνος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῠραννοκτόνος''': ὁ, ἡ, ὁ φονεύων τύραννον, Λουκ. Τυραννοκτόνος 1, Λιβάν.· - ὡς ἐπίθετ., [[πάθος]], τιμαὶ τ., ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τυραννοκτόνον, Φαλάρ. Ἐπιστ. 106.
|lstext='''τῠραννοκτόνος''': ὁ, ἡ, ὁ φονεύων τύραννον, Λουκ. Τυραννοκτόνος 1, Λιβάν.· - ὡς ἐπίθετ., [[πάθος]], τιμαὶ τ., ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τυραννοκτόνον, Φαλάρ. Ἐπιστ. 106.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />meurtrier d’un tyran.<br />'''Étymologie:''' [[τύραννος]], [[κτείνω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

(parox.), ὁ, ἡ,

   A slayer of a tyrant, D.S.16.14, Plu.2.256f, Luc. Tyr.1, Lib.Decl.43.32:—as Adj., πάθος, τιμαὶ τ., of slaying a tyrant, Phalar.Ep.70.1.

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννοκτόνος: ὁ, ἡ, ὁ φονεύων τύραννον, Λουκ. Τυραννοκτόνος 1, Λιβάν.· - ὡς ἐπίθετ., πάθος, τιμαὶ τ., ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τυραννοκτόνον, Φαλάρ. Ἐπιστ. 106.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
meurtrier d’un tyran.
Étymologie: τύραννος, κτείνω.