ὑπόμαργος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόμαργος''': -ον, ὀλίγον τι μαινόμενος, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ. ὑπομαργότερος, Ἡρόδ. 3. 29, 145., 6. 75, Διον. Ἁλ. 3. 2, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 49. | |lstext='''ὑπόμαργος''': -ον, ὀλίγον τι μαινόμενος, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ. ὑπομαργότερος, Ἡρόδ. 3. 29, 145., 6. 75, Διον. Ἁλ. 3. 2, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 49. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />un peu querelleur, provocant;<br /><i>Cp.</i> ὑπομαργότερος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[μάργος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A somewhat mad, crazy, only in Comp. ὑπομαργότερος, Hdt.3.29,145, 6.75, D.H.3.2, App.BC5.49.
German (Pape)
[Seite 1225] etwas rasend, albern, im compar.; Her. 3, 29. 145. 6, 75.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόμαργος: -ον, ὀλίγον τι μαινόμενος, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ. ὑπομαργότερος, Ἡρόδ. 3. 29, 145., 6. 75, Διον. Ἁλ. 3. 2, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 49.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu querelleur, provocant;
Cp. ὑπομαργότερος.
Étymologie: ὑπό, μάργος.