ὑποπιέζω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποπιέζω''': [[πιέζω]] ὀλίγον τι ἢ ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 921F (διάφ. γραφ. [[ὑποπιάζω]]). Ἐκκλ. οὐ τὸ [[σῶμα]] νηστείαις ὑποπιέζομεν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 533C· - ὑποπιεσμός, ὁ, τὸ ὑποπιέζειν, Γρηγ. Ναζ. Ι. 861Β, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ὑποπιασμός.
|lstext='''ὑποπιέζω''': [[πιέζω]] ὀλίγον τι ἢ ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 921F (διάφ. γραφ. [[ὑποπιάζω]]). Ἐκκλ. οὐ τὸ [[σῶμα]] νηστείαις ὑποπιέζομεν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 533C· - ὑποπιεσμός, ὁ, τὸ ὑποπιέζειν, Γρηγ. Ναζ. Ι. 861Β, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ὑποπιασμός.
}}
{{bailly
|btext=presser en dessous, presser doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πιέζω]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπιέζω Medium diacritics: ὑποπιέζω Low diacritics: υποπιέζω Capitals: ΥΠΟΠΙΕΖΩ
Transliteration A: hypopiézō Transliteration B: hypopiezō Transliteration C: ypopiezo Beta Code: u(popie/zw

English (LSJ)

   A f.l. for ὑπωπιάζω (which Turnebus restored) in Plu.2.921f.

German (Pape)

[Seite 1228] unten od. ein wenig drücken, Plut. fac. orb. lun. 5, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπιέζω: πιέζω ὀλίγον τι ἢ ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 921F (διάφ. γραφ. ὑποπιάζω). Ἐκκλ. οὐ τὸ σῶμα νηστείαις ὑποπιέζομεν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 533C· - ὑποπιεσμός, ὁ, τὸ ὑποπιέζειν, Γρηγ. Ναζ. Ι. 861Β, μετὰ διαφ. γραφ. ὑποπιασμός.

French (Bailly abrégé)

presser en dessous, presser doucement.
Étymologie: ὑπό, πιέζω.