Χαρώνειος: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Χᾰρώνειος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Χάρωνα, [[πρόσωπον]] Τζέτζ. εἰς Ἰλ. 93. 5· [[ἐντεῦθεν]], 1) Χ. [[θύρα]], δι’ ἧς οἱ κατάδικοι ἤγοντο εἰς τὸν θάνατον, Σουΐδ., Παροιμιογρ.· [[ὡσαύτως]] Χαρώνειον, τό, [[Πολυδ]]. Η΄, 102, Ἡσύχ. [[ἔνθα]]: «Χαρώνειον· [[θύρα]] μία τοῦ νομοφυλακίου δι’ ἧς οἱ κατάδικοι τὴν ἐπὶ θανάτου ἐξήγοντο» ([[ἔνθα]] φέρεται Χαρώνιον). 2) Χ. κλῖμαξ, κλῖμαξ ἐν τῷ θεάτρῳ φέρουσα εἰς τὴν σκηνὴν ἐκ τοῦ ὑπ’ αὐτὴν χώρου, οἱονεὶ ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, δι’ ἧς ἀνήρχοντο τὰ φαντάσματα, [[Πολυδ]]. Δ΄, 132, πρβλ. Herm. Opusc. 6. 2, 133. 3) Χ. βάραθρα, σπήλαια πλήρη ὑπογείων ἀναθυμιάσεων, ὡς τὸ Grotto del Cane παρὰ τὴν Νεάπολιν· τοιοῦτοι τόποι ἐθεωροῦντο ὡς εἴσοδοι ἄγουσαι εἰς τὸν [[κάτω]] κόσμον, Στράβ. 579, Διογέν. Λαέρτ. 7. 123· Χ. [[σπήλαιον]], [[ἄντρον]] Στράβ. 636, 649· πρβλ. Πλουτώνιος, καὶ ἰδὲ Foës. Oec. Hipp. | |lstext='''Χᾰρώνειος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Χάρωνα, [[πρόσωπον]] Τζέτζ. εἰς Ἰλ. 93. 5· [[ἐντεῦθεν]], 1) Χ. [[θύρα]], δι’ ἧς οἱ κατάδικοι ἤγοντο εἰς τὸν θάνατον, Σουΐδ., Παροιμιογρ.· [[ὡσαύτως]] Χαρώνειον, τό, [[Πολυδ]]. Η΄, 102, Ἡσύχ. [[ἔνθα]]: «Χαρώνειον· [[θύρα]] μία τοῦ νομοφυλακίου δι’ ἧς οἱ κατάδικοι τὴν ἐπὶ θανάτου ἐξήγοντο» ([[ἔνθα]] φέρεται Χαρώνιον). 2) Χ. κλῖμαξ, κλῖμαξ ἐν τῷ θεάτρῳ φέρουσα εἰς τὴν σκηνὴν ἐκ τοῦ ὑπ’ αὐτὴν χώρου, οἱονεὶ ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, δι’ ἧς ἀνήρχοντο τὰ φαντάσματα, [[Πολυδ]]. Δ΄, 132, πρβλ. Herm. Opusc. 6. 2, 133. 3) Χ. βάραθρα, σπήλαια πλήρη ὑπογείων ἀναθυμιάσεων, ὡς τὸ Grotto del Cane παρὰ τὴν Νεάπολιν· τοιοῦτοι τόποι ἐθεωροῦντο ὡς εἴσοδοι ἄγουσαι εἰς τὸν [[κάτω]] κόσμον, Στράβ. 579, Διογέν. Λαέρτ. 7. 123· Χ. [[σπήλαιον]], [[ἄντρον]] Στράβ. 636, 649· πρβλ. Πλουτώνιος, καὶ ἰδὲ Foës. Oec. Hipp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />de Charon, <i>càd</i> des Enfers.<br />'''Étymologie:''' [[Χάρων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
Χᾰρώνειος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Χάρωνα, πρόσωπον Τζέτζ. εἰς Ἰλ. 93. 5· ἐντεῦθεν, 1) Χ. θύρα, δι’ ἧς οἱ κατάδικοι ἤγοντο εἰς τὸν θάνατον, Σουΐδ., Παροιμιογρ.· ὡσαύτως Χαρώνειον, τό, Πολυδ. Η΄, 102, Ἡσύχ. ἔνθα: «Χαρώνειον· θύρα μία τοῦ νομοφυλακίου δι’ ἧς οἱ κατάδικοι τὴν ἐπὶ θανάτου ἐξήγοντο» (ἔνθα φέρεται Χαρώνιον). 2) Χ. κλῖμαξ, κλῖμαξ ἐν τῷ θεάτρῳ φέρουσα εἰς τὴν σκηνὴν ἐκ τοῦ ὑπ’ αὐτὴν χώρου, οἱονεὶ ἐκ τοῦ κάτω κόσμου, δι’ ἧς ἀνήρχοντο τὰ φαντάσματα, Πολυδ. Δ΄, 132, πρβλ. Herm. Opusc. 6. 2, 133. 3) Χ. βάραθρα, σπήλαια πλήρη ὑπογείων ἀναθυμιάσεων, ὡς τὸ Grotto del Cane παρὰ τὴν Νεάπολιν· τοιοῦτοι τόποι ἐθεωροῦντο ὡς εἴσοδοι ἄγουσαι εἰς τὸν κάτω κόσμον, Στράβ. 579, Διογέν. Λαέρτ. 7. 123· Χ. σπήλαιον, ἄντρον Στράβ. 636, 649· πρβλ. Πλουτώνιος, καὶ ἰδὲ Foës. Oec. Hipp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de Charon, càd des Enfers.
Étymologie: Χάρων.