τύπωμα: Difference between revisions
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τύπωμα''': [ῠ], τό, ([[τυπόω]]) τετυπωμένον, κατεσκευασμένον κατά τινα τύπον, τ. χαλκόπλευρον, ἐπὶ χαλκίνης κάλπης, Σοφ. Ἠλ. 54· [[σχῆμα]], σχέδιον, τ. μορφῆς Εὐρ. Φοίν. 162. ΙΙ. [[ἐντύπωσις]] ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων, Πλούτ. 2. 1121C. | |lstext='''τύπωμα''': [ῠ], τό, ([[τυπόω]]) τετυπωμένον, κατεσκευασμένον κατά τινα τύπον, τ. χαλκόπλευρον, ἐπὶ χαλκίνης κάλπης, Σοφ. Ἠλ. 54· [[σχῆμα]], σχέδιον, τ. μορφῆς Εὐρ. Φοίν. 162. ΙΙ. [[ἐντύπωσις]] ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων, Πλούτ. 2. 1121C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet modelé (vase, urne);<br /><b>2</b> impression sur les sens.<br />'''Étymologie:''' [[τυπόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is formed or moulded, τ. χαλκόπλευρον, of a brazen urn, S.El.54; figure, outling, μορφῆς τ. E.Ph.162. 2 seal-impression, Anon. in Gött.Nachr.1922.35 (cf. 40): hence, b impression received in perception, = φάντασμα, Plu.2.1121c.
German (Pape)
[Seite 1163] τό, das Geformte, Gebildete, Abgebildete; χαλκόπλευρον, ein aus Kupfer geformter Aschenkrug, Soph. El. 54; μορφῆς, Eur. Phoen. 165; ein Eindruck auf die Sinne, Plut. adv. Col. 25.
Greek (Liddell-Scott)
τύπωμα: [ῠ], τό, (τυπόω) τετυπωμένον, κατεσκευασμένον κατά τινα τύπον, τ. χαλκόπλευρον, ἐπὶ χαλκίνης κάλπης, Σοφ. Ἠλ. 54· σχῆμα, σχέδιον, τ. μορφῆς Εὐρ. Φοίν. 162. ΙΙ. ἐντύπωσις ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων, Πλούτ. 2. 1121C.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 objet modelé (vase, urne);
2 impression sur les sens.
Étymologie: τυπόω.