φρυγιστί: Difference between revisions
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρῠγιστί''': ἐπίρρ. δηλοῦν τρόπον μουσικῆς, κατὰ τὸν Φρύγιον τρόπον, Πλάτ. Πολ. 399Α· ἡ φρ. (ἐξυπακ. [[ἁρμονία]]) Ἀριστ. Πρβλ. 4. 3, 7., 8. 5, 22· τὰ φρ. [[μέλη]] [[αὐτόθι]] 8. 7, 10· πρβλ. Φρύγιος Ι. 2. | |lstext='''φρῠγιστί''': ἐπίρρ. δηλοῦν τρόπον μουσικῆς, κατὰ τὸν Φρύγιον τρόπον, Πλάτ. Πολ. 399Α· ἡ φρ. (ἐξυπακ. [[ἁρμονία]]) Ἀριστ. Πρβλ. 4. 3, 7., 8. 5, 22· τὰ φρ. [[μέλη]] [[αὐτόθι]] 8. 7, 10· πρβλ. Φρύγιος Ι. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />à la manière des Phrygiens ; selon le mode phrygien.<br />'''Étymologie:''' [[Φρύξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv., of music,
A in the Phrygian mode, Pl.R.399a; ἡ Φ. (sc. ἁρμονία) Arist.Pol.1290a21, 1340b5; τὰ Φ. μέλη ib. 1342b6.
Greek (Liddell-Scott)
φρῠγιστί: ἐπίρρ. δηλοῦν τρόπον μουσικῆς, κατὰ τὸν Φρύγιον τρόπον, Πλάτ. Πολ. 399Α· ἡ φρ. (ἐξυπακ. ἁρμονία) Ἀριστ. Πρβλ. 4. 3, 7., 8. 5, 22· τὰ φρ. μέλη αὐτόθι 8. 7, 10· πρβλ. Φρύγιος Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la manière des Phrygiens ; selon le mode phrygien.
Étymologie: Φρύξ.