προὔχω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(6_20)
(Autenrieth)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''προὔχω''': προὔχουσι, προὔχοντο (ὀρθότ. προύχω, κτλ.), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέχ-.
|lstext='''προὔχω''': προὔχουσι, προὔχοντο (ὀρθότ. προύχω, κτλ.), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέχ-.
}}
{{Autenrieth
|auten=προὔχουσιν, [[part]]. προὔχων, ipf. πρόεχε; [[mid]]. ipf. προὔχοντο: be [[ahead]], Il. 23.325, 453; [[jut]] [[forward]], Od. 12.11, Od. 13.544; [[mid]]., [[hold]] or [[have]] [[before]] [[oneself]], Od. 3.8.
}}
}}

Revision as of 15:30, 15 August 2017

German (Pape)

[Seite 795] statt προέχω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

προὔχω: προὔχουσι, προὔχοντο (ὀρθότ. προύχω, κτλ.), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέχ-.

English (Autenrieth)

προὔχουσιν, part. προὔχων, ipf. πρόεχε; mid. ipf. προὔχοντο: be ahead, Il. 23.325, 453; jut forward, Od. 12.11, Od. 13.544; mid., hold or have before oneself, Od. 3.8.