στείομεν: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_6)
(Autenrieth)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''στείομεν''': Ἐπικ. α΄ πληθ. ὑποτ. ἀορ. β΄τοῦ [[ἵστημι]], Ἰλ. Ο. 297· πρβλ. βείομεν ἀντὶ βῶμεν, [[τραπείομεν]] ἀντὶ τραπῶμεν, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στείοντες· ἱστάμενοι».
|lstext='''στείομεν''': Ἐπικ. α΄ πληθ. ὑποτ. ἀορ. β΄τοῦ [[ἵστημι]], Ἰλ. Ο. 297· πρβλ. βείομεν ἀντὶ βῶμεν, [[τραπείομεν]] ἀντὶ τραπῶμεν, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στείοντες· ἱστάμενοι».
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[ἵστημι]].
}}
}}

Revision as of 15:33, 15 August 2017

German (Pape)

[Seite 933] ep. für στῶμεν, conj.aor. II. von ἵστημι, Il. 15, 297.

Greek (Liddell-Scott)

στείομεν: Ἐπικ. α΄ πληθ. ὑποτ. ἀορ. β΄τοῦ ἵστημι, Ἰλ. Ο. 297· πρβλ. βείομεν ἀντὶ βῶμεν, τραπείομεν ἀντὶ τραπῶμεν, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στείοντες· ἱστάμενοι».

English (Autenrieth)

see ἵστημι.