τριπτός: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(6_11) |
(sl1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριπτός''': -ή, -όν, τετριμμένος ἢ κοπανισμένος· - τριπτὴ (δηλ. [[μᾶζα]]), ἡ, [[εἶδος]] ἄρτου, Ἱπποκρ. 355. 44· «αἷς δὲ οἱ ἄνθρωποι χρῶνται μάζαις, τούτων τὰ ὀνόματα: ἄνθιμα, [[θριδακίνη]], φύστη,... τριπτή, [[ἀνεμώνη]] κτλ.» [[Πολυδ]]. ϛʹ, 76. | |lstext='''τριπτός''': -ή, -όν, τετριμμένος ἢ κοπανισμένος· - τριπτὴ (δηλ. [[μᾶζα]]), ἡ, [[εἶδος]] ἄρτου, Ἱπποκρ. 355. 44· «αἷς δὲ οἱ ἄνθρωποι χρῶνται μάζαις, τούτων τὰ ὀνόματα: ἄνθιμα, [[θριδακίνη]], φύστη,... τριπτή, [[ἀνεμώνη]] κτλ.» [[Πολυδ]]. ϛʹ, 76. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[τριπτός]]<br /> <b>1</b>[[well]] [[trodden]] Ὁμήρου [τρι] πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες (supp. Lobel: δὲ μὴ τρι] πτὸν Snell) Πα. 7B. 11. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 17 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (τρίβω)
A rubbed or pounded, ἡ ξηρὴ τ. (sc. μᾶζα) Hp.Vict.2.40; so τριπτή, Gal.6.510, Poll.6.76.
Greek (Liddell-Scott)
τριπτός: -ή, -όν, τετριμμένος ἢ κοπανισμένος· - τριπτὴ (δηλ. μᾶζα), ἡ, εἶδος ἄρτου, Ἱπποκρ. 355. 44· «αἷς δὲ οἱ ἄνθρωποι χρῶνται μάζαις, τούτων τὰ ὀνόματα: ἄνθιμα, θριδακίνη, φύστη,... τριπτή, ἀνεμώνη κτλ.» Πολυδ. ϛʹ, 76.
English (Slater)
τριπτός
1well trodden Ὁμήρου [τρι] πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες (supp. Lobel: δὲ μὴ τρι] πτὸν Snell) Πα. 7B. 11.