Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωπάω: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(sl1_repeat)
(slb)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωπάω''': Δωρικ. καὶ ποιητικ. ἀντὶ [[σιωπάω]], ὡς τὸ [[βώσεσθε]] ἀντὶ βιώσεσθε, Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ο. 13. 87 (130), Ι, 1. 68 (89). - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σωπιαίνουσιν οἱ κύνες, ὡς ἐκ τοῦ Ξενοφ.
|lstext='''σωπάω''': Δωρικ. καὶ ποιητικ. ἀντὶ [[σιωπάω]], ὡς τὸ [[βώσεσθε]] ἀντὶ βιώσεσθε, Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ο. 13. 87 (130), Ι, 1. 68 (89). - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σωπιαίνουσιν οἱ κύνες, ὡς ἐκ τοῦ Ξενοφ.
}}
{{Slater
|sltr=[[σωπάω]] (cf. σιωπά.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[pass]] [[over]] in [[silence]] ἦ μὰν [[πολλάκι]] καὶ τὸ σεσωπᾶμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[σωπάω]] (cf. σιωπά.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[pass]] [[over]] in [[silence]] ἦ μὰν [[πολλάκι]] καὶ τὸ σεσωπᾶμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63)
|sltr=[[σωπάω]] (cf. σιωπά.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[pass]] [[over]] in [[silence]] ἦ μὰν [[πολλάκι]] καὶ τὸ σεσωπᾶμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63)
}}
}}

Revision as of 12:39, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωπάω Medium diacritics: σωπάω Low diacritics: σωπάω Capitals: ΣΩΠΑΩ
Transliteration A: sōpáō Transliteration B: sōpaō Transliteration C: sopao Beta Code: swpa/w

English (LSJ)

Dor. and poet. for σιωπάω, Pi.I.1.63; cf. διασιωπάω.

German (Pape)

[Seite 1060] dor. u. poet. statt σιωπάω, schweigen, τὸ σεσωπαμένον Pind. I. 1, 63.

Greek (Liddell-Scott)

σωπάω: Δωρικ. καὶ ποιητικ. ἀντὶ σιωπάω, ὡς τὸ βώσεσθε ἀντὶ βιώσεσθε, Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ο. 13. 87 (130), Ι, 1. 68 (89). - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σωπιαίνουσιν οἱ κύνες, ὡς ἐκ τοῦ Ξενοφ.

English (Slater)

σωπάω (cf. σιωπά.)
   1 pass over in silence ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπᾶμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63)

English (Slater)

σωπάω (cf. σιωπά.)
   1 pass over in silence ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπᾶμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63)