σωπάω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(sl1_repeat) |
(slb) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωπάω''': Δωρικ. καὶ ποιητικ. ἀντὶ [[σιωπάω]], ὡς τὸ [[βώσεσθε]] ἀντὶ βιώσεσθε, Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ο. 13. 87 (130), Ι, 1. 68 (89). - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σωπιαίνουσιν οἱ κύνες, ὡς ἐκ τοῦ Ξενοφ. | |lstext='''σωπάω''': Δωρικ. καὶ ποιητικ. ἀντὶ [[σιωπάω]], ὡς τὸ [[βώσεσθε]] ἀντὶ βιώσεσθε, Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ο. 13. 87 (130), Ι, 1. 68 (89). - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σωπιαίνουσιν οἱ κύνες, ὡς ἐκ τοῦ Ξενοφ. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[σωπάω]] (cf. σιωπά.)<br /> <b>1</b> [[pass]] [[over]] in [[silence]] ἦ μὰν [[πολλάκι]] καὶ τὸ σεσωπᾶμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63) | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[σωπάω]] (cf. σιωπά.)<br /> <b>1</b> [[pass]] [[over]] in [[silence]] ἦ μὰν [[πολλάκι]] καὶ τὸ σεσωπᾶμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63) | |sltr=[[σωπάω]] (cf. σιωπά.)<br /> <b>1</b> [[pass]] [[over]] in [[silence]] ἦ μὰν [[πολλάκι]] καὶ τὸ σεσωπᾶμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63) | ||
}} | }} |
Revision as of 12:39, 17 August 2017
English (LSJ)
Dor. and poet. for σιωπάω, Pi.I.1.63; cf. διασιωπάω.
German (Pape)
[Seite 1060] dor. u. poet. statt σιωπάω, schweigen, τὸ σεσωπαμένον Pind. I. 1, 63.
Greek (Liddell-Scott)
σωπάω: Δωρικ. καὶ ποιητικ. ἀντὶ σιωπάω, ὡς τὸ βώσεσθε ἀντὶ βιώσεσθε, Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ο. 13. 87 (130), Ι, 1. 68 (89). - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σωπιαίνουσιν οἱ κύνες, ὡς ἐκ τοῦ Ξενοφ.
English (Slater)
σωπάω (cf. σιωπά.)
1 pass over in silence ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπᾶμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63)
English (Slater)
σωπάω (cf. σιωπά.)
1 pass over in silence ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπᾶμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63)