ἐπικώμιος: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικώμιος''': -α, -ον, [[ἐγκωμιαστικός]], Ἱπποκλέᾳ ἐθέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα, «θέλοντές με τὴν ἔνδοξον καὶ ἐγκωμιαστικὴν τῶν χορευτῶν ἐπ’ αὐτὸν τὸν Ἱπποκλέα ἄγειν φωνὴν» (Σχολ.), Πινδ. Π. 10. 9· [[ἐπικώμιος]] [[ὕμνος]] Ν. 8. 85· ἐπικώμια, τά, = ἐγκώμια, [[αὐτόθι]] 6. 56: - ἴδε [[κῶμος]].
|lstext='''ἐπικώμιος''': -α, -ον, [[ἐγκωμιαστικός]], Ἱπποκλέᾳ ἐθέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα, «θέλοντές με τὴν ἔνδοξον καὶ ἐγκωμιαστικὴν τῶν χορευτῶν ἐπ’ αὐτὸν τὸν Ἱπποκλέα ἄγειν φωνὴν» (Σχολ.), Πινδ. Π. 10. 9· [[ἐπικώμιος]] [[ὕμνος]] Ν. 8. 85· ἐπικώμια, τά, = ἐγκώμια, [[αὐτόθι]] 6. 56: - ἴδε [[κῶμος]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἐπῐκώμῐος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> celebrating a [[victory]] Ἱπποκλέᾳ θέλοντες [[ἀγαγεῖν]] ἐπικωμίαν [[ἀνδρῶν]] κλυτὰν [[ὄπα]] (P. 10.6) ἦν γε μὰν [[ἐπικώμιος]] [[ὕμνος]] δὴ [[πάλαι]] (N. 8.50) n. pro subs., [[victory]] [[song]], ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια (sc. οἱ Βασσίδαι) (N. 6.32)
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἐπῐκώμῐος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> celebrating a [[victory]] Ἱπποκλέᾳ θέλοντες [[ἀγαγεῖν]] ἐπικωμίαν [[ἀνδρῶν]] κλυτὰν [[ὄπα]] (P. 10.6) ἦν γε μὰν [[ἐπικώμιος]] [[ὕμνος]] δὴ [[πάλαι]] (N. 8.50) n. pro subs., [[victory]] [[song]], ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια (sc. οἱ Βασσίδαι) (N. 6.32)
}}
}}

Revision as of 14:13, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικώμιος Medium diacritics: ἐπικώμιος Low diacritics: επικώμιος Capitals: ΕΠΙΚΩΜΙΟΣ
Transliteration A: epikṓmios Transliteration B: epikōmios Transliteration C: epikomios Beta Code: e)pikw/mios

English (LSJ)

α, ον,

   A of, at, or for a κῶμος or festal procession, ὄψ, ὕμνος, Pi.P.10.6, N.8.50; epith. of Apollo, IGRom.4.1539 (Erythrae); ἐπικώμια, τά, = ἐγκώμια, praises, Pi.N.6.32: sg., -κώμιον revel, Gloss.

German (Pape)

[Seite 955] auch ἐπικωμία ὄψ, Pind. N. 10, 6, = ἐγκώμιος, zum Lobe des Sieges gehörig, ὕμνος N. 8, 50, vgl. 6, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικώμιος: -α, -ον, ἐγκωμιαστικός, Ἱπποκλέᾳ ἐθέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα, «θέλοντές με τὴν ἔνδοξον καὶ ἐγκωμιαστικὴν τῶν χορευτῶν ἐπ’ αὐτὸν τὸν Ἱπποκλέα ἄγειν φωνὴν» (Σχολ.), Πινδ. Π. 10. 9· ἐπικώμιος ὕμνος Ν. 8. 85· ἐπικώμια, τά, = ἐγκώμια, αὐτόθι 6. 56: - ἴδε κῶμος.