ἐμπιπίσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπῐπίσκω''': μέλλ. ἐμπίσω ῑ: ἀόρ. ἐνέπῑσα, παθ. ἐνεπίσθην. Μεταβατ. τοῦ [[ἐμπίνω]], δίδω νὰ πίῃ τις, [[ποτίζω]], Πινδ. Ἀποσπ. 77, Νικ. Ἀλεξιφ. 519: ― Μέσ., πληρῶ ἐμαυτόν, χορταίνω, ἐμπίσασθαι ὕδατι Νικ. Θηρ. 537, πρβλ. Ἀλεξιφ. 320: ― Παθ., ἐπὶ τοῦ ποτοῦ, πίνομαι, Νύμφαις ἐμπισθὲν ὁ αὐτ. Θηρ. 624.
|lstext='''ἐμπῐπίσκω''': μέλλ. ἐμπίσω ῑ: ἀόρ. ἐνέπῑσα, παθ. ἐνεπίσθην. Μεταβατ. τοῦ [[ἐμπίνω]], δίδω νὰ πίῃ τις, [[ποτίζω]], Πινδ. Ἀποσπ. 77, Νικ. Ἀλεξιφ. 519: ― Μέσ., πληρῶ ἐμαυτόν, χορταίνω, ἐμπίσασθαι ὕδατι Νικ. Θηρ. 537, πρβλ. Ἀλεξιφ. 320: ― Παθ., ἐπὶ τοῦ ποτοῦ, πίνομαι, Νύμφαις ἐμπισθὲν ὁ αὐτ. Θηρ. 624.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἐμπιπίσκω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[give]] to [[drink]] ]ἐνέπῖσε κεκραμέν' ἐν αἵματι fr. 111. 1.
}}
}}

Revision as of 14:31, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπῐπίσκω Medium diacritics: ἐμπιπίσκω Low diacritics: εμπιπίσκω Capitals: ΕΜΠΙΠΙΣΚΩ
Transliteration A: empipískō Transliteration B: empipiskō Transliteration C: empipisko Beta Code: e)mpipi/skw

English (LSJ)

aor.

   A ἐνέπῑσα Pi.Fr.111.1:—Pass., aor. 1 ἐνεπίσθην:— causal of ἐμπίνω, give to drink, Pi.l.c., Nic.Al.519:—Med., fill oneself, ἐμπίσασθαι ὕδατι, ὄξει, Id.Th.573, Al.320:—Pass., of liquor, to be drunk, Νύμφαις ἐμπισθέν Id.Th.624.

German (Pape)

[Seite 813] (s. πιπίσκω), tränken, benetzen; ἐνέπισε Pind. frg. 77; denselben aor. hat Nic. Al. 518; im med., ὕδατι ἐμπίσαιο Ther. 573; ὄξει Al. 320; ἐμπισθὲν νύμφαις, von den Nymphen getränkt, Th. 623.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπῐπίσκω: μέλλ. ἐμπίσω ῑ: ἀόρ. ἐνέπῑσα, παθ. ἐνεπίσθην. Μεταβατ. τοῦ ἐμπίνω, δίδω νὰ πίῃ τις, ποτίζω, Πινδ. Ἀποσπ. 77, Νικ. Ἀλεξιφ. 519: ― Μέσ., πληρῶ ἐμαυτόν, χορταίνω, ἐμπίσασθαι ὕδατι Νικ. Θηρ. 537, πρβλ. Ἀλεξιφ. 320: ― Παθ., ἐπὶ τοῦ ποτοῦ, πίνομαι, Νύμφαις ἐμπισθὲν ὁ αὐτ. Θηρ. 624.

English (Slater)

ἐμπιπίσκω
   1 give to drink ]ἐνέπῖσε κεκραμέν' ἐν αἵματι fr. 111. 1.