Ἐρεχθεύς: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[Erechtheus]], a [[national]] [[hero]] of the Athenians, Il. 2.547, Od. 7.81. | |auten=[[Erechtheus]], a [[national]] [[hero]] of the Athenians, Il. 2.547, Od. 7.81. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[Ἐρεχθεύς]] [[king]] of [[Athens]]. πάσαισι γὰρ πολίεσι [[λόγος]] ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν, Ἄπολλον, οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαη τὸν ἔτευξαν i. e. the Alkmaionidai (P. 7.10) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:32, 17 August 2017
English (LSJ)
έως, Ep. ῆος, ὁ, an ancient hero of Attica, first in Il. 2.547, Od.7.81:—hence Ἐρέχθειον, τό,
A Temple of Erechtheus at Athens, Paus.1.26.5, Plu.2.843e : Ἐρεχθεῖδαι, οἱ, members of the Erechtheid tribe, SIG911.17 : hence, a name of the Athenians, Pi.I. 2.19, E.Med.824 (-εΐδαι, lyr.), etc. : sg. in Ar.Eq.1015,1030:—Ἐρεχθηίς, ίδος, contr. Ἐρεχθῄς, ῇδος, fem. Adj. of Erechtheus, θάλασσα Ἐ. a fountain at Athens sacred to him, Apollod.3.14.1 : also a name of one of the Attic Tribes, IG12.929, D.21.68, etc. II name of Poseidon at Athens, Plu.2.843b, Lyc.158,431 ; Ποσειδῶνι Ἐρεχθεῖ IG12.580.
Greek (Liddell-Scott)
Ἐρεχθεύς: έως, Ἐπικ. -ῆος, ὁ, ἀρχαῖος ἥρως τῆς Ἀττικῆς. «ὃν ποτ’ (ὡς λέγει ὁ Ὅμ.) Ἀθήνη θρέψε Διὸς θυγάτηρ, τέκε δὲ ζείδωρος ἄρουρα· κὰδ δ’ ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν, ἑῷ ἐνὶ πίονι νηῷ» (ἐκ τοῦ ἐρέχθω), κατὰ πρῶτον ἐν Ἰλ. Β. 547, Ὀδ. Η. 81· ἐντεῦθεν Ἐρέχθειον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Ἐρεχθέως ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 1. 26, 6, Πλούτ. 2. 843F· καὶ Ἐρεχθεῖδαι, οἱ, ὡς ἐπώνυμον τῶν Ἀθηναίων, Πίνδ. καὶ Τραγ.· ἑνικῶς παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1015. 1030· Ἐρεχθεΐδαι παρ’ Εὐρ. ἐν Μηδ. 824: - Ἐρεχθηίς, ίδος, θηλ. ἐπίθ., ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Ἐρεχθέα, θάλασσα Ἐρ., πηγή τις ἐν Ἀθήναις ἀφιερωμένη εἰς αὐτόν, Ἀπολλόδ. 3. 14, 1, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 55· ὡσαύτως τὸ ὄνομα μιᾶς τῶν φυλῶν τῆς Ἀττικῆς, Ἐρεχθηίδος (Ἐρεχθῇδος Blass) Δημ. 536. 21, κτλ. ΙΙ. ἐπώνυμον τοῦ Ποσειδῶνος ἐν Ἀθήναις, ὃς τὴν ἱερωσύνην Ποσειδῶνος Ἐρεχθέως εἶχε Πλούτ. 2. 843Β, Λυκόφρ. 158, 431.
French (Bailly abrégé)
έως et έος, épq. ῆος (ὁ) :
Érechthée :
1 surnom de Poséidon;
2 ancien héros et chef d’une des grandes familles de l’Attique.
Étymologie: DELG ἐρέχθω.
English (Autenrieth)
Erechtheus, a national hero of the Athenians, Il. 2.547, Od. 7.81.
English (Slater)
Ἐρεχθεύς king of Athens. πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν, Ἄπολλον, οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαη τὸν ἔτευξαν i. e. the Alkmaionidai (P. 7.10)