εὐαγορέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐᾱγορέω''': εὐαγορία, Δωρ. ἀντὶ [[εὐηγορέω]], [[εὐηγορία]]. | |lstext='''εὐᾱγορέω''': εὐαγορία, Δωρ. ἀντὶ [[εὐηγορέω]], [[εὐηγορία]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>εὐᾱγορέω</b> <br /> <b>1</b> [[praise]] [[formally]] ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων [[ἄρηται]] [[κῦδος]] ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς [[κέρδος]] ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) (I. 1.51) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:32, 17 August 2017
English (LSJ)
εὐᾱγορία, Dor. for εὐηγ-.
German (Pape)
[Seite 1055] dor. für εὐηγορέω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
εὐᾱγορέω: εὐαγορία, Δωρ. ἀντὶ εὐηγορέω, εὐηγορία.
English (Slater)
εὐᾱγορέω
1 praise formally ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) (I. 1.51)