ὀνοτός: Difference between revisions
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνοτός''': -ή, -όν, ἴδε [[ὀνοστός]]. | |lstext='''ὀνοτός''': -ή, -όν, ἴδε [[ὀνοστός]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ὀνοτός]] <br /> <b>1</b> [[contemptible]] οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ [[βαρύς]] (sc. Μέλισσος) (I. 4.51) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:37, 17 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A v. ὀνοστός.
German (Pape)
[Seite 350] = ὀνοστός; Pind. I. 3, 68; Ap. Rh. 4, 91, Schol. μεμπτός.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοτός: -ή, -όν, ἴδε ὀνοστός.
English (Slater)
ὀνοτός
1 contemptible οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς (sc. Μέλισσος) (I. 4.51)