ἀπηρτισμένως: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(6_6) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπηρτισμένως''': ἐπίρρ. ([[ἀπαρτίζω]]), ὁλωσδιόλου, ἐντελῶς, [[οὔτε]] πεζὸν αὐτοτελῶς [[οὔτε]] ἔμμετρον [[ἀπηρτισμένως]] Διον. Ἁλ. 1. 90. κτλ. | |lstext='''ἀπηρτισμένως''': ἐπίρρ. ([[ἀπαρτίζω]]), ὁλωσδιόλου, ἐντελῶς, [[οὔτε]] πεζὸν αὐτοτελῶς [[οὔτε]] ἔμμετρον [[ἀπηρτισμένως]] Διον. Ἁλ. 1. 90. κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=adv. formado sobre el part. perf. pas. de [[ἀπαρτίζω]] q.u.<br /><b class="num">1</b> [[adecuadamente]] οὔτ' ἀ. Ἑλλάδα φθέγγονται D.H.1.90.<br /><b class="num">2</b> [[con precisión]], [[exactamente]] καταμετρεῖσθαι Procl.<i>Hyp</i>.4.80. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 21 August 2017
English (LSJ)
Adv., (ἀπαρτίζω)
A adequately, completely, D.H.1.90; precisely, Procl.Hyp.4.80.
German (Pape)
[Seite 290] vollständig, vollkommen, Dion. Hal. 1, 90.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπηρτισμένως: ἐπίρρ. (ἀπαρτίζω), ὁλωσδιόλου, ἐντελῶς, οὔτε πεζὸν αὐτοτελῶς οὔτε ἔμμετρον ἀπηρτισμένως Διον. Ἁλ. 1. 90. κτλ.
Spanish (DGE)
adv. formado sobre el part. perf. pas. de ἀπαρτίζω q.u.
1 adecuadamente οὔτ' ἀ. Ἑλλάδα φθέγγονται D.H.1.90.
2 con precisión, exactamente καταμετρεῖσθαι Procl.Hyp.4.80.