ἀνάστημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(6_5)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάστημα''': -ατος, τό, (ἀνίσταμαι) [[ὕψος]], [[μέγεθος]], ἐπὶ ὄρους π.χ. ἢ φυτοῦ, κτλ., Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 9, 5· ἀνάστ. βασιλικόν, τὸ βασιλικὸν μεγαλεῖον, Διόδ. 19. 92. 2) [[ἀνέγερσις]] οἰκοδομήματος, [[οἰκοδόμημα]], Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 316. 40: ‒ Ἐν τοῖς Σιβυλλ. Χρησμ. 8. 268 ἀπαντᾷ μεταγενέστερός τις ποιητικὸς [[τύπος]] ἀνάστᾰμα.
|lstext='''ἀνάστημα''': -ατος, τό, (ἀνίσταμαι) [[ὕψος]], [[μέγεθος]], ἐπὶ ὄρους π.χ. ἢ φυτοῦ, κτλ., Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 9, 5· ἀνάστ. βασιλικόν, τὸ βασιλικὸν μεγαλεῖον, Διόδ. 19. 92. 2) [[ἀνέγερσις]] οἰκοδομήματος, [[οἰκοδόμημα]], Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 316. 40: ‒ Ἐν τοῖς Σιβυλλ. Χρησμ. 8. 268 ἀπαντᾷ μεταγενέστερός τις ποιητικὸς [[τύπος]] ἀνάστᾰμα.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀνάσταμα]] <i>SB</i> 10771 (III a.C.); tb. [[ἀνάστεμα]] LXX <i>Iu</i>.9.10<br /><b class="num">I</b> abstr.<br /><b class="num">1</b> [[altura]] de una planta, Thphr.<i>HP</i> 9.9.5, de montañas, Hero <i>Def</i>.135.8<br /><b class="num">•</b>[[estatura]] de una pers. τὸ τῆς ἡλικίας ἀ. I.<i>AI</i> 2.230<br /><b class="num">•</b>[[alzada]] de un animal, D.S.5.17<br /><b class="num">•</b>fig. [[dignidad]], [[majestad]] ἡ ψυχὴ καὶ γαῦρόν τι ἀ. λαμβάνουσα Longin.7.2, ἀ. βασιλικόν D.S.19.92, ἀ. τραγικόν D.Chr.18.7 (cj.).<br /><b class="num">2</b> [[restauración]], [[reparación]] εἰ μή τὸ τοῦ Ἀδὰμ σύμπτωμα εἰς ἀσύγκριτον ἀ. Χριστὸς ἀνεστήσατο Ath.Al.M.26.1104C.<br /><b class="num">3</b> [[erupción]] φλυκταινῶν Lyd.<i>Ost</i>.35.<br /><b class="num">II</b> concr.<br /><b class="num">1</b> [[región alta]], [[altura]] gener. plu., Plb.34.1.16, Str.2.3.2, D.S.2.14<br /><b class="num">•</b>[[prominencia]], [[saliente]] Simp.<i>in Cael</i>.480.15<br /><b class="num">•</b>[[cubo de la rueda]], Sm.<i>Ez</i>.1.18<br /><b class="num">•</b>[[defensa]], [[colmillo]] de elefantes <i>SB</i> 10771.2, 3, 14, 19 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[estructura]], [[edificio]] πολυτέλεια τῶν ἀ. Epict.<i>Gnom</i>.62, cf. I.<i>Ap</i>.1.140, fig. ἀ. φιλοσοφίας Phld.<i>Herc</i>.1457.10.37<br /><b class="num">•</b>[[creación]] εἶπεν ὁ παντοκράτωρ ... κοινὸν ἀ. δῶμεν <i>Orac.Sib</i>.8.268, ἀπολέσει πᾶν τὸ [[ἀνάστημα]] <i>T.Abr.A</i> 10 (p.88.19).<br /><b class="num">3</b> [[guarnición]] en un lugar alto τῶν ἀλλοφύλλων LXX 1<i>Re</i>.10.5.
}}
}}

Revision as of 11:55, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάστημα Medium diacritics: ἀνάστημα Low diacritics: ανάστημα Capitals: ΑΝΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: anástēma Transliteration B: anastēma Transliteration C: anastima Beta Code: a)na/sthma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀνίσταμαι)

   A height, Thphr.HP9.9.5; of animals, D.S.5.17(pl.); τὸ τῆς ἡλικίας ἀ. J.AJ2.9.6; ἀ. βασιλικόν royal majesty, D.S.19.92; ἀ. τραγικόν D.Chr.18.7 (prob.l.); ἡ ψυχὴ γαῦρόν τι ἀ. λαμβάνουσα Longin.7.2(prob.).    2 protuberance, prominence, Simp.in Cael.480.15.    3 high ground, in pl., Str.2.3.2, D.S. 2.14, etc.    4 erection, building, Epict.Gnom.62(pl.): metaph., structure, φιλοσοφίας Phld.Herc.1457.10.    5 eruption, φλυκταινῶν Lyd.Ost.35:—also ἀνάστεμα, LXX Ju.9.10.al.

German (Pape)

[Seite 209] τό, Erhöhung, Höhe, z. B. eines Berges, D. Sic. 2, 14 oft; βασιλικόν, königliche Majestät, Diod. S. 19, 92.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάστημα: -ατος, τό, (ἀνίσταμαι) ὕψος, μέγεθος, ἐπὶ ὄρους π.χ. ἢ φυτοῦ, κτλ., Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 9, 5· ἀνάστ. βασιλικόν, τὸ βασιλικὸν μεγαλεῖον, Διόδ. 19. 92. 2) ἀνέγερσις οἰκοδομήματος, οἰκοδόμημα, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 316. 40: ‒ Ἐν τοῖς Σιβυλλ. Χρησμ. 8. 268 ἀπαντᾷ μεταγενέστερός τις ποιητικὸς τύπος ἀνάστᾰμα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): ἀνάσταμα SB 10771 (III a.C.); tb. ἀνάστεμα LXX Iu.9.10
I abstr.
1 altura de una planta, Thphr.HP 9.9.5, de montañas, Hero Def.135.8
estatura de una pers. τὸ τῆς ἡλικίας ἀ. I.AI 2.230
alzada de un animal, D.S.5.17
fig. dignidad, majestad ἡ ψυχὴ καὶ γαῦρόν τι ἀ. λαμβάνουσα Longin.7.2, ἀ. βασιλικόν D.S.19.92, ἀ. τραγικόν D.Chr.18.7 (cj.).
2 restauración, reparación εἰ μή τὸ τοῦ Ἀδὰμ σύμπτωμα εἰς ἀσύγκριτον ἀ. Χριστὸς ἀνεστήσατο Ath.Al.M.26.1104C.
3 erupción φλυκταινῶν Lyd.Ost.35.
II concr.
1 región alta, altura gener. plu., Plb.34.1.16, Str.2.3.2, D.S.2.14
prominencia, saliente Simp.in Cael.480.15
cubo de la rueda, Sm.Ez.1.18
defensa, colmillo de elefantes SB 10771.2, 3, 14, 19 (III a.C.).
2 estructura, edificio πολυτέλεια τῶν ἀ. Epict.Gnom.62, cf. I.Ap.1.140, fig. ἀ. φιλοσοφίας Phld.Herc.1457.10.37
creación εἶπεν ὁ παντοκράτωρ ... κοινὸν ἀ. δῶμεν Orac.Sib.8.268, ἀπολέσει πᾶν τὸ ἀνάστημα T.Abr.A 10 (p.88.19).
3 guarnición en un lugar alto τῶν ἀλλοφύλλων LXX 1Re.10.5.