αὐτόχρημα: Difference between revisions
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
(Bailly1_1) |
(big3_8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />justement, exactement.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[χρῆμα]]. | |btext=<i>adv.</i><br />justement, exactement.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[χρῆμα]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=adv. <br /><b class="num">1</b> [[de hecho]], [[en realidad]] τοσόνδε δ' [[αὐτοῦ]] [[βῆμα]] διαβεβηκότος ὁ πρωκτός ἐστιν αὐ. ἐν Χάοσιν Ar.<i>Eq</i>.78, cf. <i>Et.Gen</i>.1424<br /><b class="num">•</b>[[en el momento]], [[al punto]] φλεγμαινούσαις νέων ὁρμαῖς αὐ. Luc.<i>Dem.Enc</i>.13, cf. Iambl.<i>Myst</i>.5.20, Iul.<i>Or</i>.9.181b, Σπαρτιάτης αὐ. γεγένημαι Procop.Gaz.<i>Ep</i>.101, ὡς αὐ. βασιλέα ἀτιμάσας Anast.Ant.<i>Fr</i>.M.89.1405A.<br /><b class="num">2</b> [[justamente]], [[exactamente]] λυποῦσι ... δηκτικαὶ προσπίτπουσαι, ὡς αὐ. ἐπὶ τῆς γῆς αἱ μυῖαι Ael.<i>NA</i> 2.44, εἰ δέ τις ἀχθεσθήσεται τούτοις ὑπὲρ Πλάτωνος, αὐ. τἀναντία οἷς βούλεται ποιήσει Aristid.<i>Or</i>.3.366<br /><b class="num">•</b>[[absolutamente]] θανάτου κρείττων ἐστὶν ὁ τοῦ θεοῦ λόγος, μᾶλλον δὲ αὐ. ζωή Cyr.Al.<i>Apol.Thdt</i>.12.92.<br /><b class="num">3</b> [[de por sí]] ὁ σοφοῦν ἑτέρους δυνάμενος ... οὐκ αὐ. ἐστιν ἡ σοφία, ἀλλὰ τῆς ἐνούσης ἐν αὐτῷ σοφίας [[διάκονος]] Cyr.Al.M.73.125B<br /><b class="num">•</b>[[verdaderamente]] ὁ δὲ αὐ. Μακκαβαῖος Synes.<i>Ep</i>.5 (p.16). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:57, 21 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A in very deed, Ar.Eq.78, Luc.Dem.Enc.13, Procop.Gaz.Ep.58, Iamb.Myst.5.20; dub. in S.Ichn.38. 2 just, exactly, Ael.NA2.44, Aristid.2.228 J. II straightway, Jul.Or.6.181b.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόχρημα: ἐπίρρ., «αὐτὸ τὸ πρᾶγμα» (Ἡσύχ.), τῇ ἀληθείᾳ, πράγματι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 78. ΙΙ. ἀκριβῶς, ἀπαραλλάκτως, Αἰλ. π. Ζ. 2. 44, Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 13.
French (Bailly abrégé)
adv.
justement, exactement.
Étymologie: αὐτός, χρῆμα.
Spanish (DGE)
adv.
1 de hecho, en realidad τοσόνδε δ' αὐτοῦ βῆμα διαβεβηκότος ὁ πρωκτός ἐστιν αὐ. ἐν Χάοσιν Ar.Eq.78, cf. Et.Gen.1424
•en el momento, al punto φλεγμαινούσαις νέων ὁρμαῖς αὐ. Luc.Dem.Enc.13, cf. Iambl.Myst.5.20, Iul.Or.9.181b, Σπαρτιάτης αὐ. γεγένημαι Procop.Gaz.Ep.101, ὡς αὐ. βασιλέα ἀτιμάσας Anast.Ant.Fr.M.89.1405A.
2 justamente, exactamente λυποῦσι ... δηκτικαὶ προσπίτπουσαι, ὡς αὐ. ἐπὶ τῆς γῆς αἱ μυῖαι Ael.NA 2.44, εἰ δέ τις ἀχθεσθήσεται τούτοις ὑπὲρ Πλάτωνος, αὐ. τἀναντία οἷς βούλεται ποιήσει Aristid.Or.3.366
•absolutamente θανάτου κρείττων ἐστὶν ὁ τοῦ θεοῦ λόγος, μᾶλλον δὲ αὐ. ζωή Cyr.Al.Apol.Thdt.12.92.
3 de por sí ὁ σοφοῦν ἑτέρους δυνάμενος ... οὐκ αὐ. ἐστιν ἡ σοφία, ἀλλὰ τῆς ἐνούσης ἐν αὐτῷ σοφίας διάκονος Cyr.Al.M.73.125B
•verdaderamente ὁ δὲ αὐ. Μακκαβαῖος Synes.Ep.5 (p.16).