ἀσυνάντητος: Difference between revisions
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(6_18) |
(big3_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσυνάντητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συναντήσῃ, [[ἀκοινώνητος]], Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀξύμβλητον. | |lstext='''ἀσυνάντητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συναντήσῃ, [[ἀκοινώνητος]], Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀξύμβλητον. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[que no admite trato]] Hsch.s.u. ἀξύμβλητον. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:57, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be met, unsocial, Hsch. s.v. ἀξύμβλητον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάντητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συναντήσῃ, ἀκοινώνητος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀξύμβλητον.
Spanish (DGE)
-ον que no admite trato Hsch.s.u. ἀξύμβλητον.