δίνω: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(Bailly1_2) |
(big3_12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[δινέω]]. | |btext=<i>c.</i> [[δινέω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> eol. δίννω Hdn.Gr.2.492<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br />[[trillar]] ἱερὸν ἀκτὴν δινέμεν Hes.<i>Op</i>.598, en v. pas. δινομένην ὑπὸ βουσὶν ... ἅλωα Call.<i>SHell</i>.285.7. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 21 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], used only in pres.,
A thresh out on the δῖνος 111, ἱερὸν ἀκτὴν δινέμεν Hes.Op.598:—Pass., δινομένην ὑπὸ (v.l. περὶ) βουσὶν . . ἅλωα trodden by the circling oxen, Call.Fr.51:—Aeol. δίννω Hdn.Gr.2.492: Dor. 3pl. ἀπο-δίνωντι Tab.Heracl.1.102.
German (Pape)
[Seite 632] = δινέω; bei Hes. O. 595 ist Δημήτερος ἀκτὴν δινέμεν = auf der Tenne ausdreschen; vgl. Callim. bei E. M. 74, 16 u. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
δίνω: μόνον κατ’ ἐνεστ., ἁλωνίζω ἐπὶ τοῦ δίνου (ΙΙΙ), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 596. -Παθ., δινομένην ὑπὸ βουσὶν… ἅλωα, πατουμένην ὑπὸ περιφερομένων κύκλῳ βοῶν, Καλλ. Ἀποσπ. 51. -Λεσβιακ. τύπος δίννω παρὰ Χοιροβ., ἴδε Ahrens π. Αἰολ. σ. 53· γ΄ πληθ. ἀποδίνωντι, Πίν. Ἡρακλ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 102.
French (Bailly abrégé)
c. δινέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): eol. δίννω Hdn.Gr.2.492
• Prosodia: [-ῑ-]
trillar ἱερὸν ἀκτὴν δινέμεν Hes.Op.598, en v. pas. δινομένην ὑπὸ βουσὶν ... ἅλωα Call.SHell.285.7.