ἀπέκτητος: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(Bailly1_1) |
(big3_5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non peigné.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πεκτέω]]. | |btext=ος, ον :<br />non peigné.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πεκτέω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[despeinado]] θρίξ <i>AP</i> 5.270 (Paul.Sil.), cf. Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, = sq., AP5.269 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 285] θρίξ, ungeschoren, Paul. Sil. 17 (V, 270).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέκτητος: ἢ ἄπεκτος, ον, ἀκτένιστος, ἀπεκτήτου σῆς τριχὸς ἀγλαΐην Ἀνθ. Π. 5. 270, 4· ἐπὶ ἀρνῶν, ὁ ἔτι ἄκαρτος, ὁ μήπω γενόμενος ἑνὸς ἔτους, Φιλόχορος, δὲ ἱστορεῖ καὶ κεκωλῦσθαι Ἀθήνησιν ἀπέκτου ἀρνὸς μηδένα γεύεσθαι Ἀθήν. 9C, νόμος, ὥς φησιν Ἀνδροτίων, μὴ σφάττειν πρόβατον ἄπεκτον ἢ ἄτοκον (ἄποκον;) ὁ αὐτὸς 375Β, «ἄπεκτον δὲ ἄρνα ἡ ἱστορία ἔφη τὸν μήπω πεχθέντα, ἤγουν καρέντα» Εὐστ. Ἰλ. 1348. 62, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἀπέκτητον· ἄκαρτον, ἀπόκιστον».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non peigné.
Étymologie: ἀ, πεκτέω.
Spanish (DGE)
-ον despeinado θρίξ AP 5.270 (Paul.Sil.), cf. Hsch.