ἑλικοβόστρυχος: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_17) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑλῐκοβόστρῠχος''': -ον, ὁ ἔχων ἑλικοειδεῖς βοστρύχους, «σγουρὰ μαλλιά», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 314. | |lstext='''ἑλῐκοβόστρῠχος''': -ον, ὁ ἔχων ἑλικοειδεῖς βοστρύχους, «σγουρὰ μαλλιά», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 314. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἑλῐκοβόστρῠχος) -ον<br />[[de rizados bucles]] μήτε Μούσας ἀνακαλεῖν ἑλικοβοστρύχους Ar.<i>Fr</i>.348. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A with curling hair, Ar.Fr.334 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 797] mit gelockten Haaren, Ar. frg. bei Hephaest. p. 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλῐκοβόστρῠχος: -ον, ὁ ἔχων ἑλικοειδεῖς βοστρύχους, «σγουρὰ μαλλιά», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 314.
Spanish (DGE)
(ἑλῐκοβόστρῠχος) -ον
de rizados bucles μήτε Μούσας ἀνακαλεῖν ἑλικοβοστρύχους Ar.Fr.348.