ἔλυμος: Difference between revisions
(6_14) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔλῠμος''': ὁ, ([[ἐλύω]]) «ἡ τῆς κιθάρας καὶ τοῦ τόξου [[θήκη]]» Ἡσύχ. ΙΙ. [[εἶδος]] Φρυγίου αὐλοῦ πεποιημένου ἐκ πύξου μετ’ ἐπιστομίου ἐκ κέρατος, ἔλυμοι αὐλοὶ Σοφ. Ἀποσπ. 398, Καλλίας ἐν «Πεδήταις» 7· ἐχρῶντο δὲ τῷ αὐλῷ τούτῳ καὶ οἱ Κύπριοι, Κρατῖνος ὁ νεώτερ. ἐν «Θηραμένει» 1. ΙΙΙ. [[εἶδος]] δημητριακοῦ καρποῦ, ἀλλαχοῦ [[μελίνη]], Ἱππ. 638. 2, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 351, Πολύβ. 2. 15, 2. Ἴδε Δράκοντα σ. 68, 15. | |lstext='''ἔλῠμος''': ὁ, ([[ἐλύω]]) «ἡ τῆς κιθάρας καὶ τοῦ τόξου [[θήκη]]» Ἡσύχ. ΙΙ. [[εἶδος]] Φρυγίου αὐλοῦ πεποιημένου ἐκ πύξου μετ’ ἐπιστομίου ἐκ κέρατος, ἔλυμοι αὐλοὶ Σοφ. Ἀποσπ. 398, Καλλίας ἐν «Πεδήταις» 7· ἐχρῶντο δὲ τῷ αὐλῷ τούτῳ καὶ οἱ Κύπριοι, Κρατῖνος ὁ νεώτερ. ἐν «Θηραμένει» 1. ΙΙΙ. [[εἶδος]] δημητριακοῦ καρποῦ, ἀλλαχοῦ [[μελίνη]], Ἱππ. 638. 2, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 351, Πολύβ. 2. 15, 2. Ἴδε Δράκοντα σ. 68, 15. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἔλῠμος) -ον<br />mús.<br /><b class="num">1</b> [[curvado]], [[curvo]] ἔλυμοι αὐλοί S.<i>Fr</i>.450, 644, Call.Com.23, Cratin.Iun.3, tb. llamadas Φρύγιοι αὐλοί Ath.176f, cf. Poll.4.74<br /><b class="num">•</b>subst. ἔλυμοι· τὰ πρῶτα τῶν αὐλῶν, ἀφ' ὧν ἡ [[γλωσσίς]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> tal vez cierto [[instrumento de cuerda]] Ath.636f.<br /><b class="num">3</b> subst. ὁ ἔ. [[funda]] o [[estuche]] de la cítara y el arco, Hsch.s.u. εἴλυμοι, cf. [[εἴλυμα]] 2.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[εἰλύω]]. < ἔλῠμος [[Ἔλυμος]] > ἔλῠμος, -ου, ὁ, ἡ<br />bot. [[panizo]], [[mijo de Italia]], [[Setaria italica (L.) Beauv.]], Hp.<i>Mul</i>.2.110, Ar.<i>Fr</i>.413, Thphr.<i>HP</i> 4.4.10, <i>TAM</i> 2.1.16 (Telmeso III a.C.), Plb.2.15.2, Str.12.3.15, Dsc.2.98, Gal.6.351, 15.454, Artem.1.68, Paus.6.26.8, Aët.2.266, cf. [[ἔλυμος]]· σπέρμα, ὃ ἕψοντες οἱ Λάκωνες ἐσθίουσιν Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>H2elH<sup>u̯</sup>1</i>- ‘moler’ y rel. c. [[ἄλευρον]], [[ἀλετών]], etc. c. distinto grado vocálico. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 21 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (ἐλύω)
A case, quiver, Hsch. II a kind of Phrygian pipe, made of box-wood, with a horn tip and bend in the left pipe, ἔλυμοι αὐλοί S.Fr.450,644, Call.Com.18; used by the Cyprians, Cratin.Jun.3. III ἔλυμος, ἡ (masc. in pl., Procop.Pers.1.12), = μελίνη, millet, Hp.Mul.2.110, Ar.Fr.398, Plb.2.15.2, OGI55.16 (Telmessus, iii B.C.), Str.12.3.15, Dsc.2.98.
German (Pape)
[Seite 803] ὁ, 1) Hülle, Bedeckung, Futteral, bes. für die Cither u. den Bogen, Hesych. – 2) eine Art Flöte aus Buchsbaum, Soph. u. Callias bei Ath. IV, 176 f. – 3) eine Getreideart, = μελίνη, italienische Hirse, Hippocr., Pol. 2, 15, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἔλῠμος: ὁ, (ἐλύω) «ἡ τῆς κιθάρας καὶ τοῦ τόξου θήκη» Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος Φρυγίου αὐλοῦ πεποιημένου ἐκ πύξου μετ’ ἐπιστομίου ἐκ κέρατος, ἔλυμοι αὐλοὶ Σοφ. Ἀποσπ. 398, Καλλίας ἐν «Πεδήταις» 7· ἐχρῶντο δὲ τῷ αὐλῷ τούτῳ καὶ οἱ Κύπριοι, Κρατῖνος ὁ νεώτερ. ἐν «Θηραμένει» 1. ΙΙΙ. εἶδος δημητριακοῦ καρποῦ, ἀλλαχοῦ μελίνη, Ἱππ. 638. 2, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 351, Πολύβ. 2. 15, 2. Ἴδε Δράκοντα σ. 68, 15.
Spanish (DGE)
(ἔλῠμος) -ον
mús.
1 curvado, curvo ἔλυμοι αὐλοί S.Fr.450, 644, Call.Com.23, Cratin.Iun.3, tb. llamadas Φρύγιοι αὐλοί Ath.176f, cf. Poll.4.74
•subst. ἔλυμοι· τὰ πρῶτα τῶν αὐλῶν, ἀφ' ὧν ἡ γλωσσίς Hsch.
2 tal vez cierto instrumento de cuerda Ath.636f.
3 subst. ὁ ἔ. funda o estuche de la cítara y el arco, Hsch.s.u. εἴλυμοι, cf. εἴλυμα 2.
• Etimología: v. εἰλύω. < ἔλῠμος Ἔλυμος > ἔλῠμος, -ου, ὁ, ἡ
bot. panizo, mijo de Italia, Setaria italica (L.) Beauv., Hp.Mul.2.110, Ar.Fr.413, Thphr.HP 4.4.10, TAM 2.1.16 (Telmeso III a.C.), Plb.2.15.2, Str.12.3.15, Dsc.2.98, Gal.6.351, 15.454, Artem.1.68, Paus.6.26.8, Aët.2.266, cf. ἔλυμος· σπέρμα, ὃ ἕψοντες οἱ Λάκωνες ἐσθίουσιν Hsch.
• Etimología: De *H2elHu̯1- ‘moler’ y rel. c. ἄλευρον, ἀλετών, etc. c. distinto grado vocálico.