ἀλετών
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, = ἀλέτης, ἀ. ὄνος upper millstone, Alex. 13; also ἀλετών alone, Dieuchid.7.
Spanish (DGE)
-ῶνος
que es para moler ὄνος ἀλετόν IG 13.422.24, 289 (V a.C.), Alex.13, 207
•subst. ὁ ἀ. muela, piedra de moler Dieuchid.7.
German (Pape)
[Seite 93] ῶνος, ὁ, Mühle, ἐπιβαλὼν τὸν σῖτον ἐπὶ τὸν ἀλετῶνα Ath. VI, 263 a; Alexis bei Poll. 7, 20 vbdt τοὺς ἀλέτωνας ὄνους, womit ἀλέτων ὄνος Alex. Ath. VIII, 590 a zu vgl., vielleicht ἀλετῶντας, ἀλετῶν, in der Mühle mahlend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλετών: -ῶνος, ὁ, = ἀλέτης, ἀλετὼν ὄνος, ἡ ἀνωτέρα πέτρα τοῦ μύλου, ἴδε ὄνος VII, 2˙ ὡσαύτως ἀλετών μόνον, Διευχίδας παρ’ Ἀθην. 263Α., Εὐστ., κτλ.
Greek Monolingual
ἀλετών, ο (AM) ἀλῶ
ό,τι το αρχ. «ὄνος ἀλέτης», η επάνω μυλόπετρα, η επάνω περιστρεφόμενη πέτρα του μύλου.