διευλυτόω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διευλῠτόω''': -[[διαλύω]], πληρώνω [[χρέος]], Ἰώσηπ. Ι. Α. 16. 9, 3, κατὰ τὰ χειρόγραφα· πρβλ. εὐλυτόω. Τό οὐσιαστ. διευλύτωσις, ἡ, ἐν Γλωσσ. | |lstext='''διευλῠτόω''': -[[διαλύω]], πληρώνω [[χρέος]], Ἰώσηπ. Ι. Α. 16. 9, 3, κατὰ τὰ χειρόγραφα· πρβλ. εὐλυτόω. Τό οὐσιαστ. διευλύτωσις, ἡ, ἐν Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[pagar]], [[saldar]] una deuda, <i>PTeb</i>.381.18 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[liberar]] de una acusación ἑαυτούς Iust.<i>Nou</i>.123.22, de una carga fiscal injustificada τούτους <i>SB</i> 9102.34 (VI d.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 21 August 2017
English (LSJ)
A = διευλυτέω, pay off a debt, PTeb.381.18 (ii A. D.). II αἰτιῶν ἑαυτοὺς δ. clear themselves from charges, Just.Nov.123.22.
Greek (Liddell-Scott)
διευλῠτόω: -διαλύω, πληρώνω χρέος, Ἰώσηπ. Ι. Α. 16. 9, 3, κατὰ τὰ χειρόγραφα· πρβλ. εὐλυτόω. Τό οὐσιαστ. διευλύτωσις, ἡ, ἐν Γλωσσ.
Spanish (DGE)
1 pagar, saldar una deuda, PTeb.381.18 (II d.C.).
2 liberar de una acusación ἑαυτούς Iust.Nou.123.22, de una carga fiscal injustificada τούτους SB 9102.34 (VI d.C.).