δισσόπους: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(6_15)
(big3_12)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δισσόπους''': οδος, ὁ, ἡ, ἔχων δύο πόδας, Χρησμ. (Πορφύρ. ἐν Εὐσεβ. Ε. Π. 124Β. 201C).
|lstext='''δισσόπους''': οδος, ὁ, ἡ, ἔχων δύο πόδας, Χρησμ. (Πορφύρ. ἐν Εὐσεβ. Ε. Π. 124Β. 201C).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ποδος<br />[[de pezuña hendida]], [[patihendido]] Πᾶν Orác. en Porph.<i>Phil</i>.132.3.
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 643] doppeltfüßig, p. bei Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

δισσόπους: οδος, ὁ, ἡ, ἔχων δύο πόδας, Χρησμ. (Πορφύρ. ἐν Εὐσεβ. Ε. Π. 124Β. 201C).

Spanish (DGE)

-ποδος
de pezuña hendida, patihendido Πᾶν Orác. en Porph.Phil.132.3.