ἀποτομάς: Difference between revisions

From LSJ

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457
(6_4)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτομάς''': -άδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ [[ἀπότομος]], [[πέτρα]] Διόδ. 2.13, 4.78. 2) ὡς οὐσιαστ., ἀποκεκομμένον [[τεμάχιον]] ξύλου, [[σχίζα]], Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 3. 1, 2· [[ῥάβδος]] ἢ κοντὸς ἐν χρήσει κατὰ τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας, [[Πολυδ]]. Ι΄, 64, Ἡσύχ.
|lstext='''ἀποτομάς''': -άδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ [[ἀπότομος]], [[πέτρα]] Διόδ. 2.13, 4.78. 2) ὡς οὐσιαστ., ἀποκεκομμένον [[τεμάχιον]] ξύλου, [[σχίζα]], Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 3. 1, 2· [[ῥάβδος]] ἢ κοντὸς ἐν χρήσει κατὰ τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας, [[Πολυδ]]. Ι΄, 64, Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-άδος<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>subst. ἡ ἀ. [[astil]], [[vara]] ἐν ἀποτομάσι βουδόροισι en astiles con correas de cuero de buey</i> Tim.15.27, λαβὼν ἀποτομάδος τὸ ἄκρον ἐν ποσὶν ἐρριμένης cogiendo la punta de un palo que estaba tirado a sus pies</i> I.<i>AI</i> 3.7.<br /><b class="num">2</b> [[dardo]] o [[jabalina]] de competición, Poll.10.64, 3.151, Hsch.<br /><b class="num">II</b> adj. [[cortado a pico]], [[escarpado]] πέτραι D.S.4.78, 2.13.
}}
}}

Revision as of 12:04, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτομάς Medium diacritics: ἀποτομάς Low diacritics: αποτομάς Capitals: ΑΠΟΤΟΜΑΣ
Transliteration A: apotomás Transliteration B: apotomas Transliteration C: apotomas Beta Code: a)potoma/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, pecul. fem. of ἀπότομος,

   A abrupt, sheer, πέτρα D.S.4.78, cf. 2.13.    2 as Subst., split or hewn piece of wood, J. AJ3.1.2; javelin used in athletic games, Poll.10.64, Hsch.    3 fiery dart, prob. l. in Tim.Pers.28.

German (Pape)

[Seite 331] άδος, ἡ, fem. zu ἀπότομος, πέτρα Diod. Sic. 2, 13. 4, 78; – γῆ ἀπ. erkl. Eust. τέμενος; – nach Hesych. auch eine Art Wurfspieß im Pentathlon gebraucht, Boeckh. Schol. Pind. p. 519.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτομάς: -άδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ ἀπότομος, πέτρα Διόδ. 2.13, 4.78. 2) ὡς οὐσιαστ., ἀποκεκομμένον τεμάχιον ξύλου, σχίζα, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 3. 1, 2· ῥάβδος ἢ κοντὸς ἐν χρήσει κατὰ τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας, Πολυδ. Ι΄, 64, Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-άδος
I 1subst. ἡ ἀ. astil, vara ἐν ἀποτομάσι βουδόροισι en astiles con correas de cuero de buey Tim.15.27, λαβὼν ἀποτομάδος τὸ ἄκρον ἐν ποσὶν ἐρριμένης cogiendo la punta de un palo que estaba tirado a sus pies I.AI 3.7.
2 dardo o jabalina de competición, Poll.10.64, 3.151, Hsch.
II adj. cortado a pico, escarpado πέτραι D.S.4.78, 2.13.