ἀπρόληπτος: Difference between revisions
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
(6_18) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπρόληπτος''': -ον, ὁ μὴ θεωρούμενος ὡς δεδομένος, ὁ γὰρ τῆς εὐβουλίας [[καιρός]] ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων παραγίνεται Ἱεροκλ. σ. 150. | |lstext='''ἀπρόληπτος''': -ον, ὁ μὴ θεωρούμενος ὡς δεδομένος, ὁ γὰρ τῆς εὐβουλίας [[καιρός]] ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων παραγίνεται Ἱεροκλ. σ. 150. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inesperado]], [[imprevisto]] μηδὲν αὐτῷ τῶν ἐναντιουμένων ἀπρόληπτον προσπίπτειν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.149, ἐπιβολαί Onas.8.1<br /><b class="num">•</b>subst. ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων Hierocl.<i>in CA</i> 18.2.<br /><b class="num">2</b> [[no prejuzgado]] ἀ. καὶ [[ἀδέκαστος]] γενόμενος [[διαιτητής]] Syrian.<i>in Metaph</i>.1.15. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unanticipated, Stoic. 3.149, Onos.8.1. 2 not prejudged, τὸ ἀ. τῶν πράξεων Hierocl. in CA24p.459M. 3 unprejudiced, Syrian.in Metaph.1.15.
German (Pape)
[Seite 338] nicht vorweggenommen, unvorgreiflich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόληπτος: -ον, ὁ μὴ θεωρούμενος ὡς δεδομένος, ὁ γὰρ τῆς εὐβουλίας καιρός ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων παραγίνεται Ἱεροκλ. σ. 150.
Spanish (DGE)
-ον
1 inesperado, imprevisto μηδὲν αὐτῷ τῶν ἐναντιουμένων ἀπρόληπτον προσπίπτειν Chrysipp.Stoic.3.149, ἐπιβολαί Onas.8.1
•subst. ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων Hierocl.in CA 18.2.
2 no prejuzgado ἀ. καὶ ἀδέκαστος γενόμενος διαιτητής Syrian.in Metaph.1.15.