ἀπερυθριάω: Difference between revisions
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
(Bailly1_1) |
(big3_5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἀπηρυθρίασα, <i>pf.</i> ἀπηρυθρίακα;<br />ne plus rougir, être impudent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἐρυθριάω]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἀπηρυθρίασα, <i>pf.</i> ἀπηρυθρίακα;<br />ne plus rougir, être impudent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἐρυθριάω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> de pers. [[no ruborizarse]], [[perder la vergüenza]] κρεῖττον ... ἦν ... ἀπερυθριᾶσαι μᾶλλον ἢ σχεῖν πράγματα mucho mejor era perder la vergüenza que crearme problemas</i> Ar.<i>Nu</i>.1216, cf. D.C.53.34.8, Aristaenet.2.5.45, op. ἐρυθριᾶν: ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ' οὐδεὶς ἔτι Men.<i>Fr</i>.527, cf. Plu.2.547b, en part. c. τολμᾶν Luc.<i>Iud.Voc</i>.8, Lib.<i>Decl</i>.15.43, ἀ. ... πρὸς πάντας Iul.<i>Or</i>.9.196d<br /><b class="num">•</b>tard. c. inf. [[no avergonzarse de]] πῶς Λουκιανὸς ... ἀπηρυθρίασεν ... τὸν θεὸν βλασφημῆσαι Hippol.<i>Haer</i>.7.11.<br /><b class="num">2</b> de partes del cuerpo [[dejar de estar enrojecido]], [[desenrojecer]] [[δέομαι]] Ἀσκληπιάδου τινὸς ὀφθαλμοσόφου, ὃς ... ἀπερυθριᾶσαι ... ποιήσει τοὺς ὀφθαλμούς Luc.<i>Lex</i>.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 21 August 2017
English (LSJ)
A to put away blushes, to be past blushing, Ar.Nu.1216; ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ' οὐδεὶς ἔτι Men.782, cf. Plu.2.547b, Luc.Jud. Voc.8, Lib.Decl.15.43; πρὸς πάντας Jul.Or.6.196d. Adv. ἀπηρυθριᾱκότως, shamelessly, Apollod.Com.13.10. 2 cease to be red or flushed, Luc.Lex.4.
German (Pape)
[Seite 288] nicht mehr erröthen, schamlos sein, Ar. Nubb. 1197 Luc. Iud. Voc. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερυθριάω: μέλλ. -άσω [ᾱσω]: - δὲν ἐρυθριῶ, ἀφίνω τὸ ἐρύθημα εἰς ἓν μέρος, «ἀφίνω τὴν ἐντροπὴν εἰς ἕνα πλάγι», ἀλλὰ κρεῖτον ἦν εὐθὺς τότε ἀπερυθριᾶσαι μᾶλλον ἢ σχεῖν πράγματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1216· ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ’ οὐδεὶς ἔτι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 287. - Ἐπίρρ. ἀπηρυθριᾱκότως, ἀναισχύντως, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· ἀπηρυθριασμένως Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σπάδων: ἀπερυθριάστως Βυζ. 2) παύω νὰ εἶμαι ἐρυθρός, ἐπὶ ὀφθαλμῶν, Λουκ. Λεξιφ. 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀπηρυθρίασα, pf. ἀπηρυθρίακα;
ne plus rougir, être impudent.
Étymologie: ἀπό, ἐρυθριάω.
Spanish (DGE)
1 de pers. no ruborizarse, perder la vergüenza κρεῖττον ... ἦν ... ἀπερυθριᾶσαι μᾶλλον ἢ σχεῖν πράγματα mucho mejor era perder la vergüenza que crearme problemas Ar.Nu.1216, cf. D.C.53.34.8, Aristaenet.2.5.45, op. ἐρυθριᾶν: ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ' οὐδεὶς ἔτι Men.Fr.527, cf. Plu.2.547b, en part. c. τολμᾶν Luc.Iud.Voc.8, Lib.Decl.15.43, ἀ. ... πρὸς πάντας Iul.Or.9.196d
•tard. c. inf. no avergonzarse de πῶς Λουκιανὸς ... ἀπηρυθρίασεν ... τὸν θεὸν βλασφημῆσαι Hippol.Haer.7.11.
2 de partes del cuerpo dejar de estar enrojecido, desenrojecer δέομαι Ἀσκληπιάδου τινὸς ὀφθαλμοσόφου, ὃς ... ἀπερυθριᾶσαι ... ποιήσει τοὺς ὀφθαλμούς Luc.Lex.4.