ἀμφικέφαλος: Difference between revisions
(6_16) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφικέφᾰλος''': -ον, [[δικέφαλος]], Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 10 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ἀμφικέφαλλος)· σκέλους τό ἀμφ., ὅ ἐ. τὸ [[ὀστοῦν]] τοῦ μηροῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 15, 5. ΙΙ. ἐπὶ ἀνακλίντρου ἔχοντος δύο θέσεις διὰ τὴν κεφαλήν, [[Πολυδ]]. 10. 36· «[[κλίνη]] [[ἀμφικέφαλος]]: ἡ ἔχουσα [[ἑκατέρωθεν]] ἀνάκλιντρον» Φωτίου Λεξ. ἐν λ. [[κλίνη]]· ἀμφ. [[καθέδρα]] Συνέσ. 158C (πρβλ. [[ἀμφικνέφαλλος]]). | |lstext='''ἀμφικέφᾰλος''': -ον, [[δικέφαλος]], Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 10 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ἀμφικέφαλλος)· σκέλους τό ἀμφ., ὅ ἐ. τὸ [[ὀστοῦν]] τοῦ μηροῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 15, 5. ΙΙ. ἐπὶ ἀνακλίντρου ἔχοντος δύο θέσεις διὰ τὴν κεφαλήν, [[Πολυδ]]. 10. 36· «[[κλίνη]] [[ἀμφικέφαλος]]: ἡ ἔχουσα [[ἑκατέρωθεν]] ἀνάκλιντρον» Φωτίου Λεξ. ἐν λ. [[κλίνη]]· ἀμφ. [[καθέδρα]] Συνέσ. 158C (πρβλ. [[ἀμφικνέφαλλος]]). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀμφικέφᾰλος) -ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀμφικνέφαλος Synes.<i>Ep</i>.3, [[ἀμφικνέφαλλος]] Poll.10.36, poét. ἀμφικέφαλλος Eub.107.10 (cj.)<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -κεφάλη (graf. -λλη) <i>SEG</i> 29.146.5 (Atenas IV a.C.)]<br /><b class="num">1</b> [[bicéfalo]], [[de dos cabezas]]de animales fabulosos, Eub.l.c., Gal.14.243.<br /><b class="num">2</b> [[de dos apófisis]]del fémur, Arist.<i>HA</i> 494<sup>a</sup>5.<br /><b class="num">3</b> [[con dos cabeceras]] κλίνη <i>IG</i> 1<sup>2</sup>.330.7, Pl.Com.34, <i>SEG</i> l.c., Poll.l.c., Synes.l.c., Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A two-headed, Eub.107.10 (in poet. form ἀμφικέφαλλος); of the ἀμφίσβαινα, Gal.14.243; σκέλους τὸ ἀ., i.e. the thighbone, Arist.HA404a5. II of a couch, having two places for the head, i.e. two ends, κλίνη IG1.277d (-κνέφαλλος wrongly cited by Poll.10.36).
German (Pape)
[Seite 139] zweiköpfig, κλίνη, VLL., ein Lager, das auf beiden Enden Kopfkissen hat, bei Eubul. Ath. 449 e (v. 10) κλίνῃ ἀμφικέφαλλος, s. ἀμφικνέφαλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικέφᾰλος: -ον, δικέφαλος, Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 10 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ἀμφικέφαλλος)· σκέλους τό ἀμφ., ὅ ἐ. τὸ ὀστοῦν τοῦ μηροῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 15, 5. ΙΙ. ἐπὶ ἀνακλίντρου ἔχοντος δύο θέσεις διὰ τὴν κεφαλήν, Πολυδ. 10. 36· «κλίνη ἀμφικέφαλος: ἡ ἔχουσα ἑκατέρωθεν ἀνάκλιντρον» Φωτίου Λεξ. ἐν λ. κλίνη· ἀμφ. καθέδρα Συνέσ. 158C (πρβλ. ἀμφικνέφαλλος).
Spanish (DGE)
(ἀμφικέφᾰλος) -ον
• Grafía: graf. ἀμφικνέφαλος Synes.Ep.3, ἀμφικνέφαλλος Poll.10.36, poét. ἀμφικέφαλλος Eub.107.10 (cj.)
• Morfología: [fem. -κεφάλη (graf. -λλη) SEG 29.146.5 (Atenas IV a.C.)]
1 bicéfalo, de dos cabezasde animales fabulosos, Eub.l.c., Gal.14.243.
2 de dos apófisisdel fémur, Arist.HA 494a5.
3 con dos cabeceras κλίνη IG 12.330.7, Pl.Com.34, SEG l.c., Poll.l.c., Synes.l.c., Hsch.