δοξαστής: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(6_19)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοξαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἔχων γνώμην, εἰκασίαν, εἰκάζων, ἀντίθ. [[κριτής]], Ἀντιφῶν 140. 38· ἀντίθ. [[ἐπιστήμων]]. Πλάτ. Θεαιτ. 208Ε.
|lstext='''δοξαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἔχων γνώμην, εἰκασίαν, εἰκάζων, ἀντίθ. [[κριτής]], Ἀντιφῶν 140. 38· ἀντίθ. [[ἐπιστήμων]]. Πλάτ. Θεαιτ. 208Ε.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[el que se forma una opinión]] op. ἐπιστήμων: [[αὐτοῦ]] ἐπιστήμων γεγονὼς ἔσται οὗ πρότερον ἦν δ. Pl.<i>Tht</i>.208e, op. κριτής: νῦν μὲν δοξασταί, τότε δὲ κριταὶ τῶν ἀληθῶν Antipho 5.94, cf. Antisth.53.8, Hsch.
}}
}}

Revision as of 12:07, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξαστής Medium diacritics: δοξαστής Low diacritics: δοξαστής Capitals: ΔΟΞΑΣΤΗΣ
Transliteration A: doxastḗs Transliteration B: doxastēs Transliteration C: doksastis Beta Code: docasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who forms opinions or conjectures, opp. κριτής, Antipho 5.94, cf. S.E.M.7.157; opp. ἐπιστήμων, Pl.Tht. 208e.    II δοξασταί· δικασταί, Hsch.

German (Pape)

[Seite 657] ὁ, der Meinende, Wähnende, Antiph. 5, 94; Plat. im Ggstz von ἐπιστήμων, Theaet. 208 e. Bei B. A. 242 = Schiedsrichter, οἱ διαγινώσκοντες πότερος εὐορκεῖ τῶν κρινομένων.

Greek (Liddell-Scott)

δοξαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἔχων γνώμην, εἰκασίαν, εἰκάζων, ἀντίθ. κριτής, Ἀντιφῶν 140. 38· ἀντίθ. ἐπιστήμων. Πλάτ. Θεαιτ. 208Ε.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
el que se forma una opinión op. ἐπιστήμων: αὐτοῦ ἐπιστήμων γεγονὼς ἔσται οὗ πρότερον ἦν δ. Pl.Tht.208e, op. κριτής: νῦν μὲν δοξασταί, τότε δὲ κριταὶ τῶν ἀληθῶν Antipho 5.94, cf. Antisth.53.8, Hsch.