βραχυκατάληκτος: Difference between revisions
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(6_18) |
(big3_9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρᾰχῠκατάληκτος''': -ον, ὁ κατὰ ἕνα [[πόδα]] [[βραχύς]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1043, κτλ.· -[[ἐντεῦθεν]] –ληκτέω, οὕτω [[καταλήγω]], Σχόλ. εἰς Βατρ. 317· καὶ οὐσιαστ. –ληξία, ἡ, [[ὅταν]] ὁ [[στίχος]] εἶνε βραχὺς κατὰ ἕνα [[πόδα]], Ἰωάν. Ἀλεξ. σ. 21. Πρβλ. [[καταληκτικός]], [[ὑπερκατάληκτος]]. | |lstext='''βρᾰχῠκατάληκτος''': -ον, ὁ κατὰ ἕνα [[πόδα]] [[βραχύς]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1043, κτλ.· -[[ἐντεῦθεν]] –ληκτέω, οὕτω [[καταλήγω]], Σχόλ. εἰς Βατρ. 317· καὶ οὐσιαστ. –ληξία, ἡ, [[ὅταν]] ὁ [[στίχος]] εἶνε βραχὺς κατὰ ἕνα [[πόδα]], Ἰωάν. Ἀλεξ. σ. 21. Πρβλ. [[καταληκτικός]], [[ὑπερκατάληκτος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>prosod., de palabras [[que termina en sílaba breve]] Tyrannio 3, A.D.<i>Adu</i>.150.20, 156.13, <i>Pron</i>.50.24, 81.8, <i>Coni</i>.253.2, Arc.192.20, Sch.Er.<i>Il</i>.1.565, 3.426, Eust.1148.49.<br /><b class="num">2</b> métr. [[al que le falta un pie de dos sílabas]] de metros, Heph.4.3, Aristid.Quint.46.12, Sch.Ar.<i>Ra</i>.316, <i>Pl</i>.1042.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[con la última sílaba breve]] Sch.Ar.<i>Pl</i>.1056, Sud.s.u. παιδία. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A ending in a short syllable, A.D.Pron.50.24, Arc.192.20. Adv. -τως f.l. for -παραλήκτως (q. v.), Sch.Ar.Pl.1057, = Suid. s.v. παιδιά. II β. μέτρον, short by a foot, Heph.4.4, Aristid.Quint. 1.23:—hence βρᾰχῠ-καταληκτέω, to end so, Sch.Ar.Ra.317:—Subst. βρᾰχῠ-καταληξία, ἡ, such an ending, Heph. Poëm.5.
German (Pape)
[Seite 462] mit einer kurzen Sylbe endigend, Gramm.; häufiger, um einen Fuß zu kurz sein, μέτρα Arist. Quint. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠκατάληκτος: -ον, ὁ κατὰ ἕνα πόδα βραχύς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1043, κτλ.· -ἐντεῦθεν –ληκτέω, οὕτω καταλήγω, Σχόλ. εἰς Βατρ. 317· καὶ οὐσιαστ. –ληξία, ἡ, ὅταν ὁ στίχος εἶνε βραχὺς κατὰ ἕνα πόδα, Ἰωάν. Ἀλεξ. σ. 21. Πρβλ. καταληκτικός, ὑπερκατάληκτος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1prosod., de palabras que termina en sílaba breve Tyrannio 3, A.D.Adu.150.20, 156.13, Pron.50.24, 81.8, Coni.253.2, Arc.192.20, Sch.Er.Il.1.565, 3.426, Eust.1148.49.
2 métr. al que le falta un pie de dos sílabas de metros, Heph.4.3, Aristid.Quint.46.12, Sch.Ar.Ra.316, Pl.1042.
II adv. -ως con la última sílaba breve Sch.Ar.Pl.1056, Sud.s.u. παιδία.